Days of Our Likes #09: Η Μέρα της Αναστάσιμης Μαρμότας

Μήνυμα σφάλματος

  • Notice: Undefined index: taxonomy_term στην similarterms_taxonomy_node_get_terms() (γραμμή 518 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 0 στην similarterms_list() (γραμμή 221 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 1 στην similarterms_list() (γραμμή 222 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).

Η μάνα μου συνηθίζει να νηστεύει για «το καλό» της ή  just in case που λέμε, μόνο που "in this case" της στοίχισε, ανέβασε πυρετό και έχασε την λειτουργία της Ανάστασης. Οπότε βρέθηκα στην εκκλησία το θρυλικό αυτό τέταρτο της ώρας (δώδεκα παρά δέκα μέχρι και πέντε) που στοίχειωσε παιδικές ηλικίες, συνοδεύοντας τον πατέρα μου, με την πιτζάμα μέσα από το κουμπωμένο μέχρι πάνω Μοντγκόμερυ. Λίγα λεπτά αργότερα, ο παπάς θα διέκοπτε την λειτουργία δευτερόλεπτα πριν το λυτρωτικό «Χριστός Ανέστη»  -καθυστερώντας την εκκίνηση  της  λαμπαδηδρομίας  «its ok bro μπορείς να είσαι όσο κοιλιόδουλος θέλεις αφού  δεν έφαγες σουβλάκια 5 μέρες …you earned it»-  για να ευχαριστήσει τις πρυτανικές αρχές που του έριξαν τσιμέντο στον περίβολο και όλοι ήμαστε πιο άνετα. Αφού τα χαρμόσυνα δυναμιτάκια των άλλων εκκλησιών του υπενθύμισαν ότι ξέφυγε από το time schedule, ολοκλήρωσε και  πήραμε το δρόμο της επιστροφής αποφεύγοντας τις λακκούβες  (εκεί δεν είχαν ρίξει τσιμέντο),  μεταφέροντας το άγιο φως μέσα σε Renault Clio. Παραδίδοντας το φαναράκι με το φως στην μητέρα -και θύμα της όλης ιστορίας - είχα στο μυαλό μου την εικόνα ενός ακόμα που βρισκόταν μάλλον σε μπελάδες. Ενός οχτάχρονου πιτσιρικά, που λίγο πριν βομβάρδιζε με ερωτήσεις  τους -σε απόγνωση- γονείς του και ο οποίος αμφισβητώντας την αρχή «το άγιο φως δεν σβήνει», έριξε κάτω την λαμπάδα του για να το αποδείξει… Ελπίζω τουλάχιστον να έφαγε πριν πάει τιμωρημένος στο κρεβάτι του.

Η μητέρα μου την άλλη μέρα ένιωσε αδυναμία και της πρότεινα να πάμε στο νοσοκομείο.« Μια δυο ωρίτσες θα κάνουμε, να σε δει ένας παθολόγος» της είπα. Θα με ρωτήσεις αν γνώριζα τις συνθήκες «Μέρα της Μαρμότας»  που επικρατούν στα νοσοκομεία και ότι σίγουρα θα χρειαζόταν μια αιωνιότητα για να ξεμπερδέψουμε. Μεγάλη Παρασκευή έφαγα  λάδι  και αρτήθηκα με μια γαριδομακαρονάδα κάτω από το σκέπαστρο μαγαζιού στην πλατεία Υψηλών Αλωνίων για να μην με δει η μάνα μου. Τι να σου πω, μου αρέσει να ζω επικίνδυνα. Έτσι λοιπόν πήρα τα ρίσκα μου, πλήρωσα ένα τρίευρω στο τηλέφωνο περιμένοντας  το  ηχογραφημένο μήνυμα που θα με ενημέρωνε για τα εφημερεύοντα νοσοκομεία  της περιοχής μου, ενώ ταυτόχρονα ένιωθα υπερηφάνεια που οι κόποι της μητέρας μου για να μορφωθώ έπιασαν τόπο,  καθώς αν προσπαθούσε ένας ηλικιωμένος απόφοιτος δημοτικού να πατήσει τους συνδυασμούς των πλήκτρων, πιο πιθανό ήταν να είχε συνδεθεί με τον παρουσιαστή Σαλιάγκα στο Πρωινό του or something. Μισή ώρα μετά βρισκόμασταν σε ένα ράντζο και περιμέναμε τον γιατρό. Μία ώρα πέρασε και δεν εμφανίστηκε κανείς.Η μητέρα μου ένιωθε καλύτερα και μου ζήτησε να φύγουμε αλλά δεν ήθελα να το ρισκάρω. Άρχισα να κόβω βόλτες μπροστά στον διάδρομο κοιτώντας απειλητικά όποιον φορούσε ρόμπα. Εδώ θέλω να ζητήσω συγγνώμη από την ασθενή με την ροζ ρόμπα που κατά λάθος έπεσε πάνω στο βλέμμα μου. Τόσες ώρες μέσα σε αυτούς τους τοίχους του νοσοκομείου παθαίνεις αχρωματοψία. Καμία όμως από τις σωστές ρόμπες δεν έδινε σημασία. Έτσι αποφάσισα να μην τους δώσω και εγώ. Θα τους διέλυα την ψυχολογία . Άρχισα να κοιτάζω γύρω μου τους ασθενείς στα επείγοντα. Ένας μεθυσμένος είχε βολευτεί σε ένα φορείο και κοιμόταν ανήσυχα, ενώ ταυτόχρονα ένας κύριος έδειχνε να ταλανίζεται ανάμεσα στο αν έπρεπε να ενοχλήσει τις νοσοκόμες για να δώσει τον αριθμό μητρώου, ή αν θα φώναζαν ούτως ή άλλως το όνομα της ασθενούς γυναίκας του για να βρει κάποιο κρεβάτι αναμονής. Έφτανε μέχρι το γραφείο των νοσοκόμων,δίσταζε ή έχανε την θέση του από κάποιον άλλο πιο θρασύ. Εξοργίστηκα. Με την δειλία του, με την αδιαφορία των άλλων και με εμένα τον ίδιο. Δεν ήθελα να είμαι αυτός ο τύπος. Πήγα στην ρεσεψιόν των νοσοκόμων και μετά από απέλπιδες προσπάθειες να συναντηθούν τα βλέμματά μας (οπουδήποτε αλλού θα θεωρούνταν φλερτ) τους είπα ότι περιμένουμε σχεδόν πια 4 ώρες για να μου απαντήσουν ότι είμαστε οι επόμενοι.Το αποτέλεσμα ήταν να έρθει μια νοσοκόμα για να πάρει την πίεση της μάνας μου, αν και έπρεπε να πάρει και την δική μου. Όπως και να ’χει ήταν μια νίκη, ένα φως στο τούνελ… Τώρα που είπα φως, εκείνη την στιγμή την εμφάνισή του έκανε ένας ιερέας, που η μητέρα μου είπε ότι είναι πολύ καλός άνθρωπος και εγώ δεν είχα λόγο να μην το πιστέψω, άλλωστε είδα ότι το ράσο του στο κάτω μέρος ήταν σκισμένο και δεν έμοιαζε με τον άλλο κύριο, μια μέρα πριν, που έξω από την «βουλή των αιλλήνων» έβγαζε λόγο για την  ταπεινότητα του Ιησού Χριστού φορώντας ένα χρυσό στέμμα και άμφια που θα ζήλευε και ο τραγουδιστής των Killers ή έστω ο Φλωρινιώτης για να μην σε μπερδεύω. Ο ασθενής που είχε έρθει μαζί του τελείωσε άμεσα τις εξετάσεις, με τον ιερέα ταπεινά να ευχαριστεί την νοσοκόμα και αυτή με συγκρατημένο ενθουσιασμό κάποιου που ετοιμάζεται να ζητήσει αυτόγραφο, να του απαντά δειλά... «δεν έκανα τίποτα». Εκεί πιστεύω ότι άρχισε η παράνοιά μου. Η τηλεόραση στην αίθουσα αναμονής έδειχνε ένα τηλεπαιχνίδι κατανάλωσης τραγουδιστών. Παρηγοριά στον άρρωστο και έτσι. Πίσω ένας κύριος δεν ήθελε να νοσηλευτεί, δεν άντεχε να μείνει μέσα ούτε μια μέρα παρόλο που η κατάστασή του όπως έλεγε η γιατρός  ήταν σε οριακό σημείο. Αφού του μίλησε η κόρη του μετά από λίγα λεπτά απλά κούνησε το κεφάλι του και το αποδέχτηκε κοιτώντας κάτω. Ήθελα να τον αγκαλιάσω, αλλά μετά από τόσες ώρες είπαμε ένιωθα παρανοϊκός και συνέχισα να κοιτάζω τον  παρουσιαστή Σαλιάγκα χωρίς να βλέπω. Η μητέρα μου ήταν καλά, αλλά η εικόνα της να ταλαιπωρείται σε ένα ράντζο με εξόργιζε όλο και περισσότερο. Έφτασα στην reception ξανά, την στιγμή που η νοσοκόμα επέπληττε μια συνοδό που διαμαρτυρόταν, λέγοντάς της ότι ο ασθενής είναι αρκετά χαμογελαστός και δεν υπάρχει λόγος βιασύνης. Παρόλη την οργή μου ακόμα μια φορά ακούστηκα με ευγενικό τρόπο που εξέπληξε ακόμα και μένα.                                                                                                            

«Ξέρω ότι είστε σκληρά εργαζόμενη και δεν φταίτε εσείς σε κάτι, αλλά είμαστε 6 ώρες εδώ και πρέπει να σας ενημερώσω ότι θα πάρω την μητέρα μου να φύγουμε…»                                                                                

«Να φύγετε; Δεν καταλαβαίνω τον λόγο, είστε οι επόμενοι κάντε λίγη υπομονή …Αν φύγετε είναι με δικιά σας ευθύνη» είπε σηκώνοντας τα χέρια ψηλά.

Αυτό ήταν θα έφευγα εκτός ελέγχου.

«Φυσικά και είναι αποκλειστικά δικιά μου ευθύνη… ούτε δικιά σας ούτε των επιμελητών  ιατρών που έχουν αφήσει μόνο έναν πιτσιρικά ειδικευόμενο να βγάλει όλη την δουλειά και φυσικά σε καμία περίπτωση δεν φταίει ο αρχαιόπληκτος "πάω με όποιον κερδάει" υπουργός υγείας που είχε σκεφτεί κάποτε ως  λύση το εικοσάευρο  για είσοδο στα νοσοκομεία»                                            

«Γιατί; Πληρώσατε σήμερα;»                                                                                                                      

Η απάντησή της δεν άφηνε κανένα περιθώριο. Ήθελα να της εξηγήσω ότι όταν περιμένεις 6-7 ώρες χωρίς να βλέπεις ούτε με κιάλι έναν γιατρό και απελπίζεσαι, μετανιώνοντας που επισκέφτηκες το νοσοκομείο, φέρουν αρκετοί ευθύνη και όχι μόνον εσύ. Δεν είχε όμως κανένα νόημα, είχα νικηθεί, όλοι είχαμε νικηθεί… και αυτός που ούρλιαζε τώρα από το δωμάτιο των ορθοπεδικών για το λάθος του ασθενοφόρου να τον φέρει σε αυτό το νοσοκομείο, ενώ έπρεπε να περάσει πρώτα από  άλλο για μια γνώμη και στην συνέχεια σε αυτό, ακόμα και οι ιατροί και οι τραυματιοφορείς, που τσακώνονταν τώρα στην είσοδο  των εκτάκτων περιστατικών για την ευθύνη ταράζοντας τους  καπνιστές,  που το μόνο που ζητούσαν ήταν δέκα λεπτά ηρεμίας. Όλοι είχαμε στριμωχτεί στα σκοινιά και ρίχναμε στα τυφλά, γιατί δεν σου έχει μείνει τίποτα άλλο να κάνεις αν δεν θες να πέσεις … Είχε φτάσει ξημερώματα όταν ο τύπος από το ορθοπεδικό τμήμα κατευθυνόταν μόνος προς την έξοδο, βγάζοντας τις γάζες, εκσφενδονίζοντας τον ορό και εγώ κάπως έπρεπε να το δικαιολογήσω όλο αυτό, να το χωνέψω. Είναι δικό μου το λάθος, δικό μου… ή  ξέρω 'γω όπως θα έλεγε και ένας φίλος κατηγόρησε το σύστημα όχι το ίδρυμα, ή …όλα είναι θέλημα Κυρίου, ή….

*    […]  γεννημένοι έτσι  / με νοσοκομεία που είναι τόσο ακριβά που είναι φθηνότερο να πεθάνεις / με δικηγόρους που χρεώνουν τόσο ακριβά που είναι φθηνότερο να δηλώσεις ένοχος / σε μια χώρα όπου οι φυλακές είναι γεμάτες και τα τρελοκομεία κλειστά / σε έναν τόπο όπου οι μάζες ανυψώνουν ηλίθιους σε πλούσιους ήρωες / γεννημένοι μέσα σʼ αυτό / περπατώντας και ζώντας μέσα σʼ αυτό / πεθαίνοντας λόγω αυτού / μένοντας άφωνοι λόγω αυτού /ευνουχισμένοι / έκλυτοι / αποκληρωμένοι / λόγω αυτού / εξαπατημένοι από αυτό / χρησιμοποιημένοι από αυτό /εξευτελισμένοι από αυτό / εξοργισμένοι και απηυδισμένοι από αυτό / βίαιοι / απάνθρωποι/λόγω αυτού  […]

(Απόσπασμα από το «Dinosauria, We», Henry Charles Bukowski ) 

Twitter icon
Facebook icon
Google icon
StumbleUpon icon