"Ο φωτογράφος" του Ανδρέα Ντούτσια

Μήνυμα σφάλματος

  • Notice: Undefined index: taxonomy_term στην similarterms_taxonomy_node_get_terms() (γραμμή 518 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 0 στην similarterms_list() (γραμμή 221 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 1 στην similarterms_list() (γραμμή 222 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).

-Σε έναν κόσμο που έχει τόσο ανάγκη το χρώμα, πως τολμάτε εσείς και του το αφαιρείτε; Μια εκστασιασμένη ένρινη γυναικεία φωνή τρύπησε τη χαμηλοφωτισμένη αίθουσα. Το θέαμα πρέπει να είχε προσβάλει περισσότερο την οσφυαλγία της από την ηθική της γιατί είχε τεντωθεί τόσο μπροστά ο κορμός της που θα μπορούσαν, αν την βαλσάμωναν σε αυτή τη θέση, να αντικαταστήσουν τα μαθηματικά τρίγωνα στους σχολικούς μαυροπίνακες.                                                                                                                            

-Αφαιρούμε τα χρώματα ώστε να αποκαλύψουμε  τη ψυχή των πραγμάτων, απάντησε με σταθερή φωνή ο φωτογράφος, συμπληρώνοντας, ώστε να μπορούμε να προσθέσουμε τα δικά μας χρώματα. Για να σεβόμαστε εκείνους με έντονη αχρωματοψία•  για να δίνουμε ένα μυστήριο. Τέλος, διότι νιώθω ότι τα χρώματα στην εποχή μας, ούτως ή άλλως ξεθώριασαν. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία είναι σα τα σκίτσα στα παιδικά τετράδια. Χωρισμένα σε τμήματα που το παιδί τα χρωματίζει με ότι θελήσει.                                                                                                                                     
Ποια σύμπτωση ήταν εκείνη που ξαφνικά ένας επισκέπτης κουνήθηκε ίσα ίσα και πίσω του εμφανίστηκε ένα παιδί, δεν ξέρω. Έτσι ,όμως, εμφανίζονται τα παιδιά και με τέτοιες συμπτώσεις μαθαίνουν να μας εκπλήσσουν αφού μεγαλώνουν με την αντίληψη ότι ο κόσμος κάποτε ήταν ασπρόμαυρος. Όταν άκουσε πρώτη φορά τη λέξη πρόοδος, σε εκείνη τη περιβόητη φράση ¨ο κόσμος προοδεύει¨, θεώρησε ότι η μεγάλη αυτή πρόοδος ήταν ότι πήραμε χρώμα. Τώρα, στεκόταν απέναντι μου όλο αυτό το διάστημα, αυτό το παιδί, όση ώρα με πήρε να κάνω μια περιφορά στον εκθεσιακό χώρο. Άκουγε τη συζήτηση αμίλητο, που και που επαναλαμβάνοντας τα λόγια του φωτογράφου, λες και κάπου τα είχε ξανακούσει• λες και έκανε και εκείνο μια σιωπηλή παρουσίαση.                                                                                                                                      
Ξεχάστηκα για λίγο κοιτάζοντας τις εικόνες στους τοίχους. Γεμάτους από ασπρόμαυρες φωτογραφίες καθημερινότητας. Μικρές αόρατες στιγμές κουρασμένων ανθρώπων. Όλων εκείνων που περιφέρονται γύρω από εμάς όταν κυκλοφορούμε στο δρόμο. Σαν δορυφόροι στέλνουν από τις αντένες τους σήματα κι εσύ ακούς μια ηχώ των σκέψεων τους, αχνή. ‘’Να τα ξανακάνω όλα από την αρχή’’ ή κάποιους λιγότερο πλεονέκτες που εύχονται να άλλαζαν μόνο ένα δευτερόλεπτο στο παρελθόν τους.                                                                                                                    
Το παιδί περνούσε τα μάτια του από το ένα κάδρο στο άλλο. Μετά σε εμάς που περνούσαμε από μπροστά τους. Στη σκοτεινή αίθουσα με τον αμυδρό φωτισμό, γεμάτο ασπρόμαυρα δευτερόλεπτα ξεθωριασμένων υπάρξεων, οι φιγούρες ζωντάνευαν. Σε καλούσαν κοντά τους, σου ζητιάνευαν, σου εκμυστηρεύονταν τους παραλογισμούς τους, την σβησμένη της ζωής τους φλόγα. Μετά, σου γυρνούσαν ακατάδεκτα τη πλάτη ή καρβούνιαζαν στα fade out του κάδρου.                                                                                                   

Ο φωτογράφος, που στεκόταν στο κέντρο του χώρου, συνέχισε να μας μιλάει. Να μας εξηγεί για το αντικείμενο της έκθεσης. Το ταξίδι του στους δρόμους μιας μεγαλούπολης που όλοι ξέρουμε αλλά όχι με αυτό τον τρόπο. Στις φωτογραφίες του, συχνά, ερχόσουν αντιμέτωπος με κάποιο μέρος που κάτι σου θύμιζε αμυδρά. Σίγουρα είχες περάσει κι εσύ μέσα από κάποιες φωτογραφίες. Περπάτησες κι εσύ πλάι σε κείνες τις φιγούρες. Οι εξηγήσεις συνεχίζονταν. Που και που διακόπτονταν από ερωτήσεις. Η μορφή του οδηγού μας στους δρόμους της άγνωστα οικείας μεγαλούπολης ενώ ήταν βλοσυρή και συγκεντρωμένη στο λόγο μαλάκωνε από το μειλίχιο των ματιών του και τα ψαρά γένια του. Η φωνή του είχε και εκείνη γκρίζα γένια, απαλά. Είχε και κάποιες ρυτίδες που έκλεβε από το μέτωπό του. Τα δάκτυλα του μεγάλα, πατρικά αιωρούνταν στο χώρο. Έδιναν την κίνηση που δε βλέπαμε στο έργο του. Έφερναν λίγο από τον άνεμο του δρόμου και κάποιες κόρνες αυτοκίνητων και τα καρότσια που σέρνονταν γεμάτα στα ρείκια των πεζοδρομίων.                                                                                   

Ο κόσμος άρχισε να αδειάζει σιγά σίγα τον χώρο. Χαιρέτησα τον οικοδεσπότη, ανέβηκα τα σκαλιά της εξόδου. Στη τζαμαρία έριξα μια κλεφτή ματιά στον φωτογράφο. Ένα παιδί στεκόταν στη θέση του.

Κεντρική φωτογραφία: Στέλιος Ευσταθόπουλος

Twitter icon
Facebook icon
Google icon
StumbleUpon icon