"Ο ζωγράφος" του Ανδρέα Ντούτσια

Μήνυμα σφάλματος

  • Notice: Undefined index: taxonomy_term στην similarterms_taxonomy_node_get_terms() (γραμμή 518 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 0 στην similarterms_list() (γραμμή 221 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 1 στην similarterms_list() (γραμμή 222 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).

Ένα διήγημα του Ανδρέα Ντούτσια
Φωτογραφία: Στέλιος Ευσταθόπουλος

Το θυμάμαι σαν να έγινε λίγες ώρες πριν. Τούτη η σκοτεινιά βοηθάει. Βυθίζομαι πάντα στα όρια που ξεμακραίνουν για να βρω το φως. Πως αλλιώς; Όλα τα άλλα είναι απλά χαραμάδες. Το θυμάμαι πλέον σαν να γίνεται τώρα.

Σε κάποια ηλικία, σχετικά νέος ήμουν, πήγα στη μάγισσα της περιοχής της Ανδαλουσίας και ζήτησα δυο πράγματα. Ταλέντο απεριόριστο και να ζήσω περισσότερο από τη γυναίκα μου. Ίσως βέβαια όλο αυτό να έγινε πριν γεννηθώ, γιατί η πρώτη μου λέξη ήταν πινέλο. Ο νους μου είναι τόσο ξάστερος, σαν ουρανός νυχτερινός μετά τη μπόρα που ζαλίζει τη ροή μου.  Η τέχνη μου σε λίγα χρόνια  άνθισε. Πινέλα, πηλός και πένες ήταν τα δάκτυλα μου. Το πλήθος συσσωρευόταν να δει τα έργα μου. Υποτάχθηκε στη γοητεία τους. Σε λίγο ο κόσμος, ολόκληρος, θα έσκυβε μπροστά στο μεγαλείο μου. Πίνακες, κεραμικά , ποιήματα δεν με έτρεφαν. Εγώ έτρεφα εκείνα. Η χάρη που είχα ζητήσει είχε γίνει πραγματικότητα. Τότε ήταν που θέλησα  να δοκιμάσω την δεύτερη ευχή μου. Και το  έκανα με τον δυσκολότερο τρόπο.

Αναρωτιόμουν πως θα ζούσα πιότερο από μια νεώτερη μου αγαπημένη, και την είδα να λιώνει από τον πυρετό μπροστά μου πριν τα τριάντα της κι εγώ τριανταπέντε. Δεν χάρηκα, αλλά ούτε σταμάτησα να αναζητώ την επιβεβαίωση της μαγείας . Μιαν άλλη τρελάθηκε που την παράτησα , κλείστηκε στη κλινική και έμαθα πως απ την τρέλα της έχασε τη ζωή της. Ούτε εκεί χάρηκα . Η επόμενη αυτοκτόνησε γιατί η ερωμένη μου ήταν μικρότερη της.  Μα και εκείνο το μικρό κορίτσι κρεμάστηκε σαν την αντάλλαξα μάλλον με έναν καμβά. Εκείνη την ημέρα ήπια τόσο που στο τελευταίο μου δείπνο, πλάι στους φίλους μου δε θα χρειαζόταν να πιω άλλο. Μόνο εκείνοι στην υγεία μου.

Είδα το θάνατο να έρχεται, να κάθεται στο  πλάι μου. Φεύγοντας έπαιρνε και όσες προσπάθησα να αγαπήσω. Ίσως, που τελικά δε πρόλαβα να μάθω αυτή τη λέξη. Εξάλλου, άλλη είναι η λέξη που μας δείχνει την αλήθεια. Και κάπου εκεί το 1973 πέθανα. Ενενήντα δύο χρόνια άντεξα τον κόσμο, φορτωμένος με ονόματα σχεδόν όσα τα χρόνια μου,  μα άφησα πίσω τη μόνη γυναίκα που με άφησε. Εκείνη τώρα είναι ενενήντα δύο. Η τέχνη μου δεν πρέπει να χαθεί. Θα την στοιχειώσει.

Είμαι εκείνος που δημιούργησε τη ζωή του. Με πηλό έχτισα το σώμα μου και με πινέλο τη καρδιά μου τετραγωνισμένη να πάλλεται με χρώμα μπλε ωσάν τα πρόσωπα εκείνων που πνίγηκαν στο αίμα ενός βομβαρδισμένου τοπίου. Και έγραψα το υψηλότερο ποίημα μου καταγής , το όνομα μου.

Twitter icon
Facebook icon
Google icon
StumbleUpon icon