Σεξ μεταξύ αγνώστων: Το Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι / Ultimo Τango a Parigi (1972 - Ιταλία/Γαλλία)

Μήνυμα σφάλματος

  • Notice: Undefined index: taxonomy_term στην similarterms_taxonomy_node_get_terms() (γραμμή 518 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 0 στην similarterms_list() (γραμμή 221 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 1 στην similarterms_list() (γραμμή 222 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).

του Κώστα Νταλιάνη

Η κάμερα εφορμά κάθετα πάνω σ’ έναν άνδρα κι ύστερα τον κυκλώνει με τις γοργές, επιθετικές κινήσεις ενός χορευτή ταγκό. Ο άνδρας (Μάρλον Μπράντο) στέκεται κάτω από μια γέφυρα του μετρό στο Παρίσι και ουρλιάζει. Τ’ όνομα του είναι Πολ και η γυναίκα του μόλις έχει αυτοκτονήσει. Στο βάθος βλέπουμε την σκοτεινή φιγούρα μιας νέας γυναίκας (Μαρία Σνάιντερ). Εκείνη πλησιάζει, προσπερνά τον Πολ και γυρίζει να τον ξανακοιτάξει. Η πρώτη τους σεξουαλική επαφή θα γίνει σε ένα άδειο διαμέρισμα μέσα σε λίγα λεπτά, χωρίς αναστολές.

Και οι δυο προσπαθούν να ξεφύγουν από τον ίδιο τον εαυτό τους. Αποξενωμένοι από την ζωή τους, κλεισμένοι μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, χωρίς σχεδόν καθόλου έπιπλα και λουσμένοι στο διάχυτο φως του ήλιου, συναντιούνται για να υποδυθούν τους αρχέγονους ρόλους του Αδάμ και της Εύας. Ο ένας δεν ξέρει το όνομα του άλλου, ούτε κάτι για την ζωή του έξω από το διαμέρισμα – ό,τι συμβαίνει έξω από τους τοίχους, δεν έχει σημασία. Η σχέση τους μπορεί να υπάρχει μόνο στον ερμητικό κόσμο του διαμερίσματος, όπου όλοι οι κοινωνικοί δεσμοί εξαλείφονται.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, λίγες ταινίες προκάλεσαν τόσο ενδιαφέρον όσο το «ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΓΚΟ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ» του ιταλού σκηνοθέτη Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Στη Νέα Υόρκη, η Πολίν Καέλ (η πιο διάσημη κινηματογραφική κριτικός της εποχής) εκθείαζε την ταινία ως το έργο, που «άλλαξε το πρόσωπο μιας μορφής τέχνης». Στην Ιταλία, αντίθετα, προκάλεσε σάλο και απαγορεύτηκε η προβολή της. Οι τολμηρές ερωτικές σκηνές ήταν αυτές, που είχαν δημιουργήσει το πρόβλημα, γιατί ήταν πολύ πιο ακραίες από τα μέχρι τότε δεδομένα του mainstream κινηματογράφου και κατηγορήθηκαν ως πορνογραφικές. Ωστόσο η λογοκρισία ένιωσε να προκαλείται όχι μόνο από το συνουσιαζόμενο ζεύγος (το οποίο ποτέ δεν βλέπουμε γυμνό) και το θεσπέσιο σώμα της Μαρίας Σνάιντερ (μιας νέας και άγνωστης τότε ηθοποιού), αλλά και από τη θεμελιωδώς μηδενιστική τάση της ταινίας, καθώς και από τις απερίφραστα δηλούμενες φαντασιώσεις εξευτελισμού.

Η ταινία ήταν προϊόν της εποχής της: χωρίς το κλίμα της σεξουαλικής απελευθέρωσης στις αρχές της δεκαετίας του ’70, μια ταινία όπως «ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΓΚΟ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ» θα ήταν αδιανόητη όσο και «Ο ΘΥΡΩΡΟΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ»(1974)  της Λιλιάνας Καβάνι ή οι «ΧΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΥΧΤΕΣ»(1974) του Πιερπάολο Παζολίνι. Από τη δεκαετία του 70’ έχουμε συνηθίσει την πρόκληση ως καλλιτεχνική αρχή. Οι αισθητικές αρετές τις ταινίας είναι αυτές που μας εντυπωσιάζουν σήμερα. Η εικαστική σύνθεση, το φως, η φωτογραφία και το μοντάζ δημιουργούν μια εντελώς μοναδική ατμόσφαιρα και παρέχουν στους ηθοποιούς το πλαίσιο που χρειάζονται – ιδιαίτερα για τον Μάρλον Μπράντο.

Ο Βιτόριο Στοράρο, διευθυντής φωτογραφίας, επηρέασε σε πολύ μεγάλο βαθμό το οπτικό ύφος του Μπερτολούτσι. Τα έντεχνα φωτισμένα εσωτερικά, οι παραλλαγές του εστιακού βάθους και οι με ακρίβεια υπολογισμένες κινήσεις της κάμερας συμπράττουν ώστε να δημιουργήσουν την ατμόσφαιρα, που έκανε την ταινία τόσο διάσημη: μια συνεχής ταλάντευση ανάμεσα στην ερωτική ένταση, τις φαντασιώσεις εξουσίας και την καθαρή απελπισία. Η αίσθηση αυτή ενισχύεται από το μοντάζ του Φράνκο Αρκάλι, που συχνά προκαλεί αμηχανία, καθώς αναστέλλει τη λογική του χώρου, αλλά και από τη μουσική του Γκάτο Μπαρμπιέρι, μέχρι τότε γνωστού μόνον ως συνθέτη μουσικής για b-movies.

Με δεξιοτεχνία το σενάριο συνυφαίνει τρία αφηγηματικά νήματα. Υπάρχει η ιστορία του Πολ, που πενθεί τη νεκρή γυναίκα του και αναζητεί τα αίτια της αυτοκτονίας της στο παράξενο, δαιδαλώδες ξενοδοχείο του. Έπειτα υπάρχει η ιστορία της Ζαν, όπου βλέπουμε τη ζωή της φιλτραρισμένη μέσα από την κάμερα του αρραβωνιαστικού της, Τομ (Ζαν Πιερ Λεό), ως υλικό για ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ με τίτλο «Το πορτρέτο μιας κοπέλας». Αυτή η ταινία-μέσα-στην-ταινία είναι μια παρωδία του cinema verite: ενώ ο Τομ θεωρεί, ότι απεικονίζει την αληθινή Ζαν, το μόνο, που παράγει, είναι μια σειρά από βαρετά κλισέ. Και, τέλος, έχουμε την ιστορία του Πολ και της Ζαν, μια άλλη έκφανση του παλιού ονείρου της ξανακερδισμένης αθωότητας και του νέου εαυτού, πέρα από την κουλτούρα ή τον πολιτισμό.

Η σκηνή στην οποία το ζευγάρι κάθεται γυμνό στο κρεβάτι, έχει γίνει διάσημη. Με τα κορμιά τους λουσμένα σ’ ένα ζεστό, κίτρινο φως, συνομιλούν μόνο με ήχους, με μια σειρά μουγκρητά και τιτιβίσματα. Η γλώσσα είναι πολιτισμός, οι λέξεις απολιθώνουν τις κοινωνικές σχέσεις, κι αυτές ακριβώς είναι, που οι δύο πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες προσπαθούν να αποφύγουν στον μυστικό κόσμο του διαμερίσματος. Ωστόσο, αυτός ο κήπος της Εδεμ, ως καταφύγιο από τον πολιτισμό, είναι και ένα μέρος, όπου οι κανόνες της πολιτισμένης συμπεριφοράς μοιάζουν να έχουν χάσει τη ρυθμιστική τους δύναμη. Εδώ, η βία, το ωμό σεξ και οι άσεμνες φαντασιώσεις μπορούν και εκφράζονται ελεύθερα.

Η ταινία διαποτίζεται από μια υπαρξιακή απόγνωση, που παραπέμπει στον κόσμο του  Φράνσις Μπέηκον. Η ταινία δεν ξεκινά απλώς με δύο πίνακες του Μπέηκον, αλλά, επιπλέον, ο Μπερτολούτσι μιμείται τα χρώματα και τις τεχνικές συνθέσεις του ζωγράφου, με πλάνα καδραρισμένα σε καμάρες, με πρόσωπα «τραβηγμένα» πίσω από ένα τζάμι, μετατοπίζοντας και διαλύοντας τα περιγράμματά τους.

ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΟ ΜΠΕΡΤΟΛΟΥΤΣΙ

Πλάι στον Γκοντάρ, τον Αντονιόνι και τον Σαμπρόλ, ο Μπερτολούτσι θεωρείται ένας από τους τελευταίους επιζώντες της ευρωπαϊκής κινηματογραφικής avant-garde. Ωστόσο, μόνο αυτός κατάφερε να εισάγει την αισθητική του κινήματος στον mainstream κινηματογράφο. Μάλιστα, οι ταινίες του ήταν συχνά δημοφιλείς, ιδιαίτερα το πολυβραβευμένο «Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ» (1987). Επηρεασμένος από τις θεωρίες του Φρόιντ και του Μαρξ, καθώς και από καλλιτέχνες από τον Φράνσις Μπέηκον ως τον Τζιουζέπε Βέρντι, ο Μπερτολούτσι είναι ένας μεγάλος πολιτικός σκηνοθέτης και ένας έξοχος οπτικός στυλίστας. Η καλύτερη ταινία της καριέρας του είναι «Ο ΚΟΝΦΟΡΜΙΣΤΑΣ»(1970), μια ιστορία ενοχής και πολιτικών διαπλοκών στη φασιστική Ιταλία του 1930, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια.

Ο Μπερτολούτσι γεννήθηκε στην Πάρμα, το 1941, κι έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο σε ηλικία 21 ετών με την ταινία «ΒΙΑΙΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ»(1962), βασισμένη σε διήγημα του Παζολίνι. Είχε συνεργαστεί, αρχικά, με τον Παζολίνι ως βοηθός σκηνοθέτη στο «ΑΚΑΤΟΝΕ»(1961), προτού διακριθεί διεθνώς με τη δική του ταινία «ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ»(1964). Το σκάνδαλο, που προκάλεσε «ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΓΚΟ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ», του χάρισε πρωτοφανή επιτυχία, αλλά η ταινία απαγορεύτηκε στην Ιταλία και οι αρχές αφαίρεσαν από τον Μπερτολούτσι το δικαίωμα ψήφου.

Τα κινηματογραφικά σήματα κατατεθέντα του Μπερτολούτσι περιλαμβάνουν ένα επικό αφηγηματικό ύφος και μια εκλεπτυσμένη φωτογραφία. 

Twitter icon
Facebook icon
Google icon
StumbleUpon icon