Belle & Sebastian: Από τη Σκωτία με αγάπη

Μήνυμα σφάλματος

  • Notice: Undefined index: taxonomy_term στην similarterms_taxonomy_node_get_terms() (γραμμή 518 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 0 στην similarterms_list() (γραμμή 221 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 1 στην similarterms_list() (γραμμή 222 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).

Οι Belle & Sebastian είναι το συγκρότημα που έχει ξεπηδήσει από τα όνειρα κάποιου, ανεξαρτήτου φύλλου, που ηλικιακά βρίσκεται στα early 20's, είναι φοιτητής, νιώθει ελαφρώς αποκομμένος από τους γύρω του ή έστω νιώθει άνετα με έναν μικρό και συγκεκριμένο αριθμό ανθρώπων και ακούει indie pop. Κινούμενος στα όρια μίας στυλιζαρισμένης(;) θλίψης, στη μουσική και στην εικόνα των Belle & Sebastian βρήκε το απόλυτο alter ego του. Το όνομά τους το υιοθέτησαν από μία γαλλική σειρά κινουμένων σχεδίων, που παρουσίαζε τις ιστορίες ενός αγοριού (Sebastian) και του σκύλου του (Belle). Οι Belle & Sebastian κατάγονται από τη Σκωτία και πιο συγκεκριμένα από τη Γλασκώβη, ενώ τη περίοδο που ξεκίνησαν το συγκρότημα ήταν όλοι φοιτητές. Άξιοι συνεχιστές της ανεξάρτητης Σκωτσέζικης σκηνής, που είχε ξεκινήσει από τα '80ς και ήδη περιελάμβανε ονόματα σαν τους Orange Juice, Jesus and Mary Chain, Primal Scream, Felt, Teenage Fanclub κ.α. Ο ήχος τους έχει αναφορές στη folk και στη pop των 60'ς (Love, Kinks, Bob Dylan, Byrds), στη northern soul, στη Motown αλλά κυριώς στην indie pop των '80ς. Η μελαγχολία των Felt, ο ριζοσπαστισμός (μουσικός και στιχουργικός) των Smiths και η αθωότητα της σκηνής της C86, βρίσκουν τους ιδανικούς συνεχιστές, στους Belle & Sebastian. Ακολούθησαν και αυτοί το κλασσικό για την indie pop επιτυχημένο δίπτυχο. Λυπητεροί στίχοι - χαρούμενοι μουσική. Και όπως πολύ εύστοχα είχε αναλύσει ο Johnny Marr αυτό το δίπτυχο, η up tempo μουσική κάνει πιο ελκυστική στον ακροατή τη στιχουργική θεματολογία. Μπροστάρης της πολυμελούς μπάντας των Belle & Sebastian είναι ο συνθέτης, στιχουργός, τραγουδιστής και κιθαρίστας Stuart Murdoch. Βέβαια και τα υπόλοιπα μέλη συμμετέχουν τόσο στο δημιουργικό τομέα, όσο και στο να αναλαμβάνουν τα φωνητικά σε αρκετά κομμάτια της μπάντας. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον κιθαρίστα Stevie Jackson, την τσελίστρια με την υπέροχη φωνή Isobel Campbell και τον μπασίστα με το ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ηλεκτρονική μουσική Stuart David. Από την αρχή της πορείας τους κατέστησαν σαφές ότι δεν πρόκειται να παίξουν το παιχνίδι των μουσικών Μ.Μ.Ε. Απέφευγαν τις συνεντεύξεις, σε πολλές φωτογραφήσεις του συγκροτήματος συμμετείχαν φίλοι τους και όχι οι ίδιοι και γενικά το παιχνίδι της δημοσιότητας ήθελαν να το ορίζουν αποκλειστικά αυτοί.

Η πρώτη τους κυκλοφορία ήταν στις αρχές του 1996 με το ''Tigermilk''. Έναν δίσκο που τον κυκλοφόρησαν από δική τους εταιρεία σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Περιείχε εννέα κομμάτια ευαίσθητης indie pop που έρχονταν σε ευθεία αντίθεση με την αλαζονεία της brit pop, που εκείνη την εποχή κυριαρχούσε στο Νησί. Το δέκατο κομμάτι του δίσκου είναι το ''Electronic Rennaissance'', που όπως ο τίτλος του προϊδεάζει, είναι ένας electrop δυναμίτης που τα επόμενα χρόνια βρήκε τη θέση που του αξίζει σε κάθε indie dancehall. Στιχουργικά καταπιάνονται με τις δυσλειτουργικές ανθρώπινες σχέσεις, αλλά και με κοινωνικά ζητήματα όπως αυτό της εκπαίδευσης. Μην ξεχνάμε ότι τότε όλοι τους ήταν ακόμα φοιτητές. Ο δίσκος μπορεί να μην προκάλεσε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο ευρύ κοινό, αλλά ακούστηκε από τα κατάλληλα άτομα, που τοποθέτησαν το συγκρότημα στις μεγαλύτερες ελπίδες για το μέλλον της ανεξάρτητης pop. Οι Belle & Sebastian υπέγραψαν στην μικρή ανεξάρτητη εταιρεία Jeepster και από αυτή κυκλοφόρησε ο δεύτερος δίσκος τους στο τέλος του 1996. Το ''If You 're Feeling Sinister'' ήταν ακόμα πιο δουλεμένο από τον προκάτοχό του και προίδέαζε ότι το συγκρότημα είναι φτιαγμένο για ακόμα πιο σπουδαία πράγματα. Έχοντας στα αυλάκια του κομμάτια σαν το ''Dylan In The Movies'' και το ''Seeing Other People'', δεν μπορεί να χαρακτηριστεί τίποτα λιγότερο από σπουδαίο. Εφημερίδες σαν το Ν.Μ.Ε., που πάντα έψαχνε απεγνωσμένα τους νέους του ήρωες, άρχισε να ασχολείται μαζί του και έτσι σιγά-σιγά δημιουργούνταν ένας φανατικός πυρήνας οπαδών του Σκωτσέζικου συγκροτήματος. Τα μυαλά των Belle & Sebastian δεν πήραν αέρα από την διαφαινόμενη επιτυχία, αλλά αντίθετα παρέμειναν πιστοί και προσηλωμένοι στη μουσική τους. Όπως κάθε indie pop συγκρότημα που σέβονταν τον εαυτό του αλλά και το κοινό του, έτσι και οι Belle & Sebastian δεν περιορίζονταν μόνο στη κυκλοφορία full albums αλλά κρατούσαν το κοινό σε εκγρήγορση με τις κυκλοφορίες singles και E.P.s. Μάλιστα στην περίπτωση των Belle & Sebastian αυτές οι κυκλοφορίες είχαν κομμάτια που δεν υπήρχαν στη ''κανονική'' δισκογραφία τους, ενώ η ποιότητα αυτών των κομματιών δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα από αυτά που βρίσκονταν στα full albums. Έτσι μέσα στο 1997 και τις αρχές του 1998 κυκλοφόρησαν τέσσερα Ε.Ρ. (''Dog On Wheels'', ''Lazy Jane Painter Line'', ''3,6,9 Seconds Of Light'' και ''This Is Just A Modern Rock Song''). Αρκετά από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια τους βρίσκονταν σε αυτές τις κυκλοφορίες και το συγκρότημα είχε συνεχώς έναν καλό λόγο για να βρίσκεται στη πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Το ενδιαφέρον για το συγκρότημα είχε ήδη πολλαπλασιαστεί, έχοντας ήδη κατακτήσει τόσο την κριτική αναγνώριση, όσο και την υπαρξη πολλών και φανατικών ακροατών.

 

 

 

 

Το 1998 θα γίνει η έκρηξη με τη κυκλοφορία του τρίτου τους δίσκου, του αριστουργηματικού ''The Boy With The Arab Strap''. Ένας δίσκος ορόσημο για τη κιθαριστική pop, που επάξια στέκεται δίπλα σε δίσκους κορυφές σαν το ''Forever Changes'' των Love, το ''The Queen Is Dead'' των Smiths και το ''Something Else'' των Kinks. Ο δίσκος είχε την τέλεια ισορροπία ανάμεσα στην αθωότητα της δεκαετίας του εξήντα και τις σύγχρονες indie κυκλοφορίες. Το κοινό ήταν ήδη ψημένο με τους Belle & Sebastian και ο δίσκος γρήγορα έγινε το απόλυτο άκουσμα για κάθε ακροατή της ανεξάρτητης pop. Πλέον οι συναυλίες τους ήταν σταθερά sold out και τα έντυπα πάλευαν για μία συνέντευξή τους. Κομμάτια σαν το ''Sleep The Clock Around'' και το ''Dirty Dream No.2'' δεν γράφονται κάθε μέρα και οι Belle & Sebastian είχαν πλέον ένα πολύ δυνατό songbook. Σε μία εποχή που η κραταιά brit pop έπνεε τα λοίσθια, οι Belle & Sebastian πρόβαλαν ως οι επόμενοι σωτήρες της κιθαριστικής pop. Όμως επειδή τίποτα δεν είναι τέλειο για πάντα, έτσι και οι Belle & Sebastian είχαν και την πρώτη τους απώλεια. Ο μπασίστας Stuart David αποχωρεί από το συγκρότημα για να αφοσιωθεί αποκλειστικά στο προσωπικό του project, τους Looper. Το συγκρότημα δεν είναι ότι απλά έχασε τον μπασίστα του, αλλά ότι έχασε τον άνθρωπο που έδινε μία φρέσκια οπτική στις κατά βάση retro συνθέσεις του. Και αυτή η οπτική ήταν που σε μεγάλο βαθμό έκανε τους Belle & Sebastian να ξεχωρίζουν. Το 2000 κυκλοφορούν το single ''Legal Man'' ως προπομπό του τέταρτου δίσκου τους ''Fold Your Hands Child, You Walk Like A Peasant'' που ακολούθησε λίγους μήνες αργότερα. Ο δίσκος ήταν αρκετά εσωστρεφής και υποτονικός, και ταίριαζε περισσότερο για προσωπικές ακροάσεις. Το 2001 κυκλοφορούν τα πολύ καλά singles ''Sing Jonathan David'' και ''I 'm Waking Up To Us'' και το 2002 γράφουν και κυκλοφορούν το soundrack της ταινίας ''Storytelling'' του Todd Solondz. Αυτή ήταν και η τελευταία τους κυκλοφορία για λογαριασμό της Jeepster, μιας και η μπάντα υπέγραψε στην Rough Trade. Την ίδια περίοδο αποχώρησε και η Isobel Campbell για να ακολουθήσει προσωπική διαδρομή που την βρήκε πέρα από τη κυκλοφορία solo δίσκων, να κυκλοφορήσει και τρεις δίσκους βασιζόμενους στο δίπτυχο αθώο κορίτσι-σκληρό αγόρι παρέα με τον Mark Lanegan. Μία από τις τελευταίες συναυλίες με την Campbell παρούσα είχα τη τύχη να παρακολουθήσω το 2002 στο Manchester, που έκλεισε με μία καταιγιστική διασκευή του ''I Am The Resurrection'' των τοπικών ηρώων Stone Roses.

 

 

Πρώτη κυκλοφορία για τη Rough Trade ήταν ο πέμπτος δίσκος τους ''Dear Catastrophe Waitress'' (2003) και ορισμένα singles από κομμάτια που περιέχονταν στο album. Οι ηχητικές αλλαγές δεν είναι πολλές, με πιο αξιομνημόνευτες να είναι η πιο ''επαγγελματική'' προσέγγιση του υλικού τους και κάποιες διακριτικές Bowie-ικές επιρροές. Οι Belle & Sebastian δεν είναι πλέον οι νεαροί φοιτητές των mid '90s, αλλά ένα πολύ επιτυχημένο συγκρότημα με μέλη που ηλικιακά βρίσκονται στα thirty something. Οπότε μία πιο όριμη προσέγγιση του ήχου τους, έστω και εις βάρος της αθωότητας και του αυθορμητισμού, είναι πέρα για πέρα φυσιολογική. Στο ίδιο ύφος κινούνται και τα ''The Life Pursuit'' (2006) και ''Write About Love'' (2010). Και στους δύο δίσκους περιέχονται αξιόλογα pop κομμάτια, που τιμούν τους δημιουργούς τους. Τελευταία τους δουλειά είναι το ''Girls In Peacetime Want To Dance'' (2015). Σε αυτό επιχειρούν να συνδυάσουν τον κλασσικό τους ήχο με αρκετά ηλεκτρονικά και disco στοιχεία. Κατά κάποιο τρόπο είναι το δικό τους ''Some Girls'' των Rolling Stones ή το ''Pop'' των U2, όπου βετεράνοι μουσικοί προσπαθούν να προσδώσουν φρέσκα χαρακτηριστικά στον ήχο τους. Ο δίσκος ήταν αρκετά καλός, δεν είναι όμως αυτός που θα μνημονεύεται όταν θέλει κάποιος να αναφέρει τα καλύτερά τους. Προφανώς ο Murdoch, όσο και ο ίδιος να το αρνείται, σαν περσόνα είναι πιο κοντά στον Morrissey και αναζητά συνεχώς τη δημοσιότητα, παρά στον Bobby Wratten που επί τριάντα χρόνια μένει πιστός στο όραμα που συνέλαβε στους Field Mice και συνέχισε στους Trembling Blue Stars. Όπως και να έχει οι Belle & Sebastian έχουν ταυτιστεί με τα νεανικά και ανέμελα χρόνια αυτών που άκουγαν indie pop και τώρα έχουν πιάσει ή πλησιάζουν τα σαράντα. Τους ευχαριστούμε για όλα.

 

 

 

 

 

 

 

Twitter icon
Facebook icon
Google icon
StumbleUpon icon