Ο καλύτερος δίσκος του The Boy δεν είναι (μόνο) The Boy

Μήνυμα σφάλματος

  • Notice: Undefined index: taxonomy_term στην similarterms_taxonomy_node_get_terms() (γραμμή 518 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 0 στην similarterms_list() (γραμμή 221 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 1 στην similarterms_list() (γραμμή 222 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).

Αποφεύγοντας να μπούμε στη διαδικασία να αναλύσουμε το γιατί ορισμένοι δίσκοι αποτελούν με τον τρόπο τους ορόσημα σε μνήμη και συνείδηση ενός μέσου (διαβασμένου) ακροατή, θα το λάβουμε, δανειζόμενοι έναν όρο από τα μαθηματικά, ως αξίωμα. Μια λογική, προφανής πρόταση που ισχύει. Και αν αυτό στερεί το αναφαίρετο δικαίωμα δημοκρατικού διαλόγου επί της προς συζήτηση δημιουργίας, τότε οι κάτωθι παράγραφοι ίσως καλύψουν τα όποια ενδεχόμενα κενά που μπορεί να προκύπτουν από τη βαρύγδουπη δήλωση που έγινε με το καλημέρα.

Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, το παρόν κείμενο δεν φέρει σε καμία περίπτωση την ταμπέλα της «δισκοκριτικής», συνεπώς ούτε και τα «τοξικά απόβλητα» που ορισμένες φορές μπορεί να προκύψουν από μια τέτοια αντιμετώπιση. Αποφάσισα λοιπόν, (ξανά) ακούγοντας το δίσκο, να καταγράψω κάποιους λόγους που αιτιολογούν την ανεξίτηλη εντύπωση που μου έχει κάνει. Θα συμφωνήσω με πολλούς γενικά, θα διαφωνήσω με αρκετούς ειδικά; Θα δείξει, δεν μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα άλλωστε.

Δύο δίσκοι στα ελληνικά indie ‘00s αποτελούν κατά κάποιο τρόπο ευαγγέλια – ούτε τα ακούς αποκλειστικά Κυριακές ούτε και απαιτείται συνοδεία ημίγλυκου κρασιού και ψωμοειδούς βρώσιμης ύλης βουτηγμένες σε αυτό. Θα μπορούσες να τα ακούς κάθε μέρα, όλη μέρα – αν δεν έιχες βαρετές, «ρουτινίστικες» υποχρεώσεις. Το ένα θα λέγαμε ότι είναι η «Φτηνή Ποπ για την Ελίτ» των Κόρε. Ύδρο., το άλλο είναι το “Timemachine” από την ανίερη τριάδα των Mary, The Boy, Felizol. Και κάπου εδώ μπορεί να ξεκινήσει το κυρίως συγγραφικό πιάτο.

Μια καλή πρόσφατη αφορμή είναι μια ακρόαση που είχα κάνει παρέα με έναν φίλο. Όντας κάπως, εχμ, «υποψιασμένος» με τη φάση του The Boy (τελευταία φορά που κάναμε από κοινού ακρόαση τον είχα μπάσει στον κόκκινο κόσμο της «δύσκολης» «Παραδουλεύτρας»), του έκανε εντύπωση το γεγονός ότι διαφέρει σημαντικά από οτιδήποτε έχει κάνει ο συγκεκριμένος. Κι αν χρειάζεται να χωρίσουμε την καριέρα του σε τρεις φάσεις – Πρώτη Φάση: 2005-2009, κατά κύριο λόγο από κοινού δημιουργίες με τη Μαίρη Τσώνη, Δεύτερη Φάση: 2010-2014, κατά κύριο λόγο σόλο δημιουργίες, Τρίτη Φάση: 2015-present, κατά κύριο λόγο σόλο δημιουργίες αλλά με τον κτίρια τη νύχτα-, η πρώτη φάση είναι, σημειολογικά και μη, η πιο διακριτή του. Επιστέγασμα δε αυτής της φάσης είναι το ίδιο το magnum opus της που ασχολείται με μια χρονομηχανή - και άλλα ωραία καθημερινά πράγματα. Τι κι αν ο καλύτερος του δίσκος –κατά τον γράφοντα και όχι μόνο-, είναι η «Ηλιοθεραπεία»; Τον (έτερο) καλύτερό του δίσκο δεν τον έφταξε μόνος. «Απόψε θέλω παρέα» θα σκέφτηκε τότε.

Όσο μειωτικό και να ακούγεται εις βάρος άλλων ελληνικών κυκλοφοριών, ας προσδώσουμε το αμφιλεγόμενο και κάπως τετριμμένο κοπλιμέντο της απουσίας οποιασδήποτε «ελληνικότητας» (με την κακή, φθηνή έννοια) στην παραγωγή και το γενικότερο feel του δίσκου. Επίσης, ας παρατηρήσουμε το ότι η συγκεκριμένη τριάδα φαίνεται να περνάει υπέροχα – αυτό βγαίνει ρητά προς τα έξω. Που θα βρεις άλλωστε άλλο δίσκο με όρεξη να «ξεκουρδίσει» τρομπόνια, να δημιουργήσει άβολη lounge ατμόσφαιρα, να βολτάρει σε παρακμιακά, μισοτελειωμένα καμπαρέ, να κυλήσει στις παρυφές μιας film-noir αισθητικής -ίσως το neo-noir να είναι πιο δόκιμο- αλλά και να σε πετάξει με ορμή στο  dancefloor, καταλήγοντας στην υποβολή μιας piano punk αισθητικής που δεν διστάζει να αντικαταστήσει τη λέξη “punk” με “ballad” όπου χρειάζεται. Όμορφες μα και εύστοχες αντιθέσεις που αποκτούν νόημα στα αυτιά σου.

Στιχουργικά, ο The Boy αποφεύγει –σοφά μάλλον- να απλώσει γενναιόδωρα την πρόζα που τον έκανε διαβόητο. Ο δίσκος είναι αγγλόφωνος και η στιχουργική περισσότερο αισθητική παρέμβαση στο πλευρό της εκάστοτε ενορχήστρωσης – και κατάλληλα ρυθμική όπου αυτό χρειάζεται. Η χημεία του με τη Mary ποτέ δεν αποτελούσε κάποιο μυστικό, εδώ φαίνεται να την διοχετεύουν και σε απόπειρες να λάμψουν σόλο κάτω από τον προβολέα. Η Μαίρη αξιοποιεί τη χαρακτηριστική βραχνάδα της σε ήρεμες, αισθησιακές στιγμές ενώ δεν διστάζει να απασφαλίσει αλά Nina Hagen – ή να φέρει λίγη από την αισθητική μιας Amanda Palmer και κάποιων Dresden Dolls. Ο δε Boy (συγγνώμη για αυτό) δοκιμάζει και αυτός τα punk φωνητικά του στο “My Dance Is Getting Better”, ενώ στο αριστουργηματικό “Are You Still Dancing Can Can?” θυμίζει επικίνδυνα την performance του Scott Walker. Ο Felizol κάνει αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα, διαπρέπει στον προγραμματισμό και την οργανοπαιξία, και πιο συγκεκριμένα τα synths – synths με χαρακτήρα που υπογραμμίζουν τη σύνθεση, αρκετές φορές θυμίζοντας βιντεοπαιχνίδι Nintendo των early ‘00s (προφανώς και είναι ακόμη ένα κοπλιμέντο αυτό). Ειδική μνεία στο κατ’ εμέ αριστούργημα του δίσκου, το “No More Bad Trips For Little Mary” – ένας λιτός, απέριττος χορευτικός ύμνος που είναι relevant 11 χρόνια μετά, από τα ελάχιστα αμέσως «πιασάρικα» κομμάτια που σκαρφίστηκε ποτέ ο The Boy, το σκέφτεσαι και το σιγοτραγουδάς σε χρόνο ανύποπτο. Άσχετα αν η εξέλιξη των γεγονότων προσέδωσε στον τίτλο του μια νέα, γλυκόπικρη σημασία. Διαολεμένες αμφισημίες γαρ.

Όπως προείπα, δεν «έκρινα» ποτέ το δίσκο. Απλώς έκανα μια απόπειρα, αποδομώντας τον ελαφρώς, να κατανοήσω το τι ακριβώς μου έχει κάνει εντύπωση. Ένα άκουσμα-ορόσημο εν πολλοίς, ελπίζω να δικαιολόγησα επαρκώς την αρχή του παρόντος κειμένου. Ελπίζω να σας έκανε και εσάς εντύπωση –άσχετα με το αν σας άρεσε ή όχι- για να έχουμε να το ακούμε και να το συζητάμε για καιρό.

Επίσης, ποιος αλήθεια ξεχνάει στίχο σαν το “You wanna suck me, I’m a cock”;

Twitter icon
Facebook icon
Google icon
StumbleUpon icon