Matt Elliott - Farewell To All We Know

Μήνυμα σφάλματος

  • Notice: Undefined index: taxonomy_term στην similarterms_taxonomy_node_get_terms() (γραμμή 518 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 0 στην similarterms_list() (γραμμή 221 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 1 στην similarterms_list() (γραμμή 222 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).

Ο Matt Elliott αποτελεί περίπτωση καλλιτέχνη που χαίρει ιδιαίτερης αποδοχής και εκτίμησης στη χώρα μας. Ίσως μάλιστα μεγαλύτερης από οποιοδήποτε άλλο μέρος στον πλανήτη. Και ναι, σαν λαός έχουμε μια τάση προς την καταθλιπτική φολκ μπαλάντα (μπολιασμένη ενίοτε και με ηλεκτρονικά στοιχεία) ελέω επιρροής που άσκησε στην ποπ κουλτούρα (και) ο Κοκκινόπουλος - πείτε ό,τι θέλετε αλλά ο άνθρωπος αν μη τι άλλο ξέρει να επιλέγει μουσικές.

Βέβαια για τον συγκεκριμένο απορείς λίγο παραπάνω γιατί δεν έχει πιο οικουμενική αποδοχή. Ο άνθρωπος που ξεκίνησε ως Third Eye Foundation εισήγαγε μια περίεργη ambient electronica στον μουσικό χάρτη της Βρετανίας για να δώσει πάσα στην ονοματεπώνυμη καριέρα του με το εξαιρετικό (και εξαιρετικά ομαλά μεταβατικό) "The Mess We Made". Το αδιαμφισβήτητο (και αριστουργηματικό) magnum opus του ωστόσο είναι το "Drinking Songs" του 2005 που καθιέρωσε το ύφος που διατηρεί μέχρι και σήμερα: ερεβώδες, καταθλιπτικό φολκ με δεξιοτεχνικά καθαριστικά αρπίσματα, με πιάνο και τσέλο να σιγοντάρουν διακριτικά μια αισθαντική, μπάσα φωνή. Και που και που καμία ηλεκτρονική πινελιά εκεί γύρω. Όλα αυτά στην υπηρεσία ενός επίπονα ειλικρινούς, στα όρια του αυτοσαρκαστικού στίχου, με μηδενιστικές παραδοχές και ελάχιστη διάθεση για οποιονδήποτε οπτιμισμό - σε πρώτη ανάγνωση πάντοτε.

Ο δέκατος δίσκος που φέρει το όνομά του τιτλοφορείται ως "Farewell To All We Know". Μουσικά συνεχίζει από εκεί που μας άφησε στο προ τετραετίας "The Calm Before" (με διάφορα μια από τις πιο όμορφες δουλειές του μέχρι τώρα) και μπαίνουμε στην ανάλογη διάθεση με το εναρκτήριο "What Once Was Hope". Να πούμε ότι μουσικά ο παρών δίσκος παραθέτει κάποιες από τις πιο αισιόδοξες, γλυκές στιγμές του - σε αυτό το σκέλος ξεχωρίζει το ομώνυμο κομμάτι καθώς και τα "Aboulia" και "The Worst Is Over". Οι στιγμές που ξεχωρίζουν -κατά τον γράφοντα τουλάχιστον- είναι τα πιο σκοτεινά (και ως εκ τούτου μάλλον αντιπροσωπευτικά) "The Day After That", το οποίο ακούγεται σαν να έχει βγει κατευθείαν από το "Drinking Songs" (και ναι, προφανώς και είμαι ολίγον τι προκατειλημμένος κάπου εδώ) καθώς και το "Hating The Player, Hating The Game".

Το στιχουργικό concept ακολουθεί πιστά τον τίτλο του δίσκου. Η ενδοσκόπηση δεν άφησε ποτέ το έργο του Matt Elliott, δηλώνοντας κάπου εδώ πως η μέχρι ώρας στάση προς τη ζωή αλλάζει, κοιτάει πίσω και τρόπον τινά αποχαιρετά ό,τι προηγήθηκε, όχι με εχθρική αλλά με μια εκ των πραγμάτων διαμορφωμένη διάθεση. Διακρίνουμε μια γενικότερη αισιοδοξία (!) αλλά δυσκολευόμαστε κάπως να τον πιστέψουμε όταν δηλώνει: "I'm going to leave cynicism way behind". Ο κυνισμός άλλωστε αποτελούσε ανέκαθεν ένα από τα πιο ισχυρά βέλη που διέθετε στη στιχουργική του φαρέτρα.

Συνοπτικά, έχουμε να κάνουμε με έναν σχετικά ευχάριστα προσβάσιμο δίσκο ο οποίος καταφέρνει το να ικανοποιήσει το ήδη παγιωμένο fan base αλλά και να εισάγει ομαλά κάποιον νεοεισαχθέντα στη φάση. Πράγμα που θεωρώ ότι είναι πιο δύσκολο απ' όσο ακούγεται. Ο Matt Elliott τιμά κάπως έτσι την συνέπεια και την παραγωγικότητά του και συνεχίζει να δικαιολογεί γιατί του έχουμε τόση αδυναμία.

Twitter icon
Facebook icon
Google icon
StumbleUpon icon