Ο δεύτερος (και τελευταίος) δίσκος των Velvet Underground

Μήνυμα σφάλματος

  • Notice: Undefined index: taxonomy_term στην similarterms_taxonomy_node_get_terms() (γραμμή 518 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 0 στην similarterms_list() (γραμμή 221 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 1 στην similarterms_list() (γραμμή 222 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).

Περιφρονώντας κάθε έννοια δημοκρατικότητας επί του παρόντος ζητήματος, ο τίτλος που ενδεχομένως να σας κέντρισε το ενδιαφέρον, να σας εκνεύρισε ολίγον τι ή να σας άφησε παγερά αδιάφορους (πράγμα που σημαίνει ότι αυτή τη στιγμή δεν διαβάζετε καν ετούτες εδώ τις γραμμές), δηλώνει τη μοναδική υπάρχουσα πραγματικότητα σχετικά με την σπουδαιότερη μάλλον μπάντα που διανυκτέρευσε (έστω και για λίγα φεγγάρια) στην πολιτεία που ονομάζεται "rock 'n' roll". Ναι λοιπόν, το προλογίζον disclaimer δεν είναι τόσο disclaimer όσο μια στυγνή επιβεβαίωση του ότι το "White Light/White Heat" του 1968 υπήρξε η θριαμβευτική ταφόπλακα στην οντότητα που έγινε γνωστή ως "(The) Velvet Underground". Παραφράζοντας δε τον T.S. Eliot, το εξόδιο αυτό άσμα των VU άφησε το μεγαλύτερο bang που μπορούσε, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την υποψία οποιουδήποτε whimper.

Τα έτη 1969 και 1970 κυκλοφόρησαν δύο δίσκοι με το όνομα "(The) Velvet Underground" – ομότιτλος και "Loaded" αντίστοιχα. Δύο εξαιρετικές και στην πλειοψηφία του υλικού τους ευάκουστες* (τι έγινε ρε παιδιά;) δημιουργίες που όμως, ας μη γελιόμαστε, λίγη από την υφή της σπουδαίας αυτής μπάντας διαθέτουν. Τουτέστιν, θα ήταν τιμιότερο να αποδεχτούμε τα προαναφερθέντα ως την αρχή της σόλο καριέρας του Lou Reed παρά ως μια συλλογική προσπάθεια που έσπρωχνε το έρμο το rock στα όριά του. Στην κυκλοφορία ονόματι "Squeeze" (1973) –που κανένας, μα κανένας απολύτως, δεν ξέρει πώς κατάφερε να περιφέρει περίτρανα το όνομα "VU" στο εξώφυλλο- δεν θα (ξαν)αναφερθώ για ευνόητους λόγους.

Στα της επεξηγηματικής σημειολογίας τώρα. Ο δεύτερος δίσκος των VU αβαντάρει εν πολλοίς την «ασχήμια», σε αντίθεση με τις κάμποσες όμορφες, γλυκιές στιγμές της εμβληματικής μπανάνας. Κάτι σαν το evil twin του ας πούμε. Θορυβώδεις, αυτοσχεδιαστικές εξάρσεις διά μέσου (μεταξύ άλλων) γενναιόδωρων ποσοτήτων feedback, υπήρξε κάπως έτσι ο πρώτος noise rock δίσκος στην ιστορία. Το magnum dopus** της ατρόμητης τετράδας, όπου κάθε είδους ναρκωτική ουσία κίκαρε τα μέγιστα προς όφελος μιας άναρχης δημιουργικότητας που έφερε στον κόσμο 4 αριστουργηματικά κομμάτια + 1 αριστουργηματική απαγγελία συνοδεία οργανοπαιξίας + 1 αριστουργηματικό τζαμάρισμα 17 και κάτι λεπτών. Επιπλέον, μάλλον αναπόφευκτα, υπήρξε η δεύτερη και τελευταία δισκογραφική δουλειά του John Cale στα πλαίσια του σχήματος. Νομίζω αυτή τη στιγμή διαλύονται οι οποιεσδήποτε ενστάσεις σχετικά με τον τίτλο.

Όσο το yin του αυτοδίδακτου Lou Reed φλέρταρε με folk και rock 'n' roll ανησυχίες, το yang του επισήμως εκπαιδευμένου σε ωδεία και "Καλών Τεχνών" καταστάσεις John Cale περίμενε καρτερικά στη γωνία για να αφήσει το υπέροχα κυκλοθυμικό, πειραματικό του στίγμα. Πολυοργανοπαίχτης δε ο δεύτερος, το κύριο και αγαπημένο του εργαλείο εντός της μπάντας ήταν η ηλεκτρική βιόλα, η οποία έδινε κατά καιρούς τη θέση της σε μπάσο και λοιπά πληκτροφόρα ιδιόφωνα – η χρήση της celesta στο "Sunday Morning" της μπανάνας και μόνο αξίζει όλους τους παιάνες στη γη. Όντας ο μοναδικός άνθρωπος που μπορούσε να κάνει ουσιαστικό χώρο για το όνομά του στα songwriting credits δίπλα από αυτό του βασικού συνθέτη/στιχουργού Reed, κατάφερε να το δει να βρίσκεται εκεί από τρεις φορές σε κάθε δίσκο – μπανάνα και "WL/WH".  Η συγγραφή μελωδιών –έως τότε τουλάχιστον- δεν ήταν το φόρτε του – αντ’ αυτού ειδικευόταν σε out-of-the-box ιδέες για ηχητικές παλέτες εκτός τόπου και χρόνου για τα τότε δεδομένα. Η πρώτη κυκλοφορία που έφερε το όνομα "VU" ήταν εξ’ ολοκλήρου δημιουργία του Cale: το 7λεπτο "Loop" υπήρξε ένα avant-garde ηχητικό πείραμα που δοκίμαζε τις αντοχές του feedback, αποτέλεσε δε τον ακρογωνιαίο λίθο αυτού που σήμερα αποκαλούμε industrial, οδηγώντας και τον ίδιο το Reed σε ένα κάποιο "Metal Machine Music" μεταγενέστερα.

Εάν μουσικά η μπανάνα είχε περισσότερες ευάκουστες παρά θορυβώδεις στιγμές, το ακριβώς αντίθετο επελέγη να συμβεί στη sophomore προσπάθεια. Η πεμπτουσία των Velvet Underground εξάλλου για τους περισσότερους από εμάς είναι αυτή η εναλλαγή, όχι πάντα ισόποσα, μεταξύ όμορφου και άσχημου, ευάκουστου και θορυβώδους – εάν ένα από τα δύο απουσιάζει αισθάνεσαι σαν κάτι να σου λείπει* (κάπως έτσι εξηγείται και ο μονός αστερίσκος που κείτεται άνωθεν). Το ξεσηκωτικό rock 'n' roll του ομότιτλου ύμνου στη μεθαμφεταμίνη δίνει τη θέση του στο "The Gift", απαγγελία σουρεάλ, μακάβριας ιστορίας που σκαρφίστηκε ο Reed όντας κάποτε φοιτητής φιλολογίας. Εδώ βρίσκονται και τα πρώτα lead vocals του Cale ο οποίος, τηρώντας τη deadpan υφή του βασικού τραγουδιστή του, καταφέρνει να ακούγεται πιο deadpan από τον ίδιο (αν είναι ποτέ δυνατόν) με το κερασάκι στη τούρτα να αποτελεί η βαριά, ουαλική του προφορά που διηγείται την ιστορία ερωτοκαμμένου νεαρού που αποφασίζει να ταχυδρομήσει τον εαυτό του στην εξ’ αποστάσεως σχέση του – αξίζει να της ρίξετε μια ματιά εδώ. Φαν φακτ επί του συγκεκριμένου: η κλιμάκωση του δράματος απαιτεί ένα κατά λάθος κάρφωμα στο κεφάλι, επομένως η διορατική συμβουλή του Φρανκ του Ζάππα να χρησιμοποιηθεί μαχαίρι και πεπόνι για την ηχητική προσομοίωση προσέδωσε στο ροκ ένα από τα πιο περίεργα "credits"… μουσικών οργάνων.

Επίσης, κάπου εδώ να δηλώσω πως το συλλογικό "awww" που ακούγεται μετά το "She needed him, and he wasn't there" του Cale είναι τα καλύτερα δύο δευτερόλεπτα που ηχογραφήθηκαν ποτέ στην ιστορία του rock.

Το "Lady Godiva’s Operation" έχει τα πραγματικά πρώτα lead vocals του Cale (αν υποθέσουμε ότι η απαγγελία δεν πιάνεται σαν τραγούδι στα εκάστοτε credits), αυτή τη φορά διηγούμενα, πάντα με βαριά ουαλική προφορά, την ακόμα πιο σουρεάλ ιστορία τρανσέξουαλ που καταλήγει σε κρεβάτι λοβοτομής. Εδώ ο Reed αποφασίζει να διακόψει κάμποσες φορές το τραγούδι του Cale, μπαίνοντας σφήνα στα φωνητικά του, παίρνοντάς του στιχουργικές μπουκιές από το στόμα, με το αποτέλεσμα να υπογραμμίζει άριστα το πόσο ενοχλητική και συνάμα αστεία είναι η συγκεκριμένη ιστορία. Οι δε μιμήσεις ιατρικών εργαλείων, μαζί με το προαναφερθέν πεπονάκι ("cantaloupe" γαρ) δίνουν σε ολόκληρη τη musique concrète "a run for its money", όπως θα έλεγαν περήφανα και στο χωριό μου. Η πρώτη πλευρά κλείνει με το dreamy "Here She Comes Now", η μοναδική προφανής σύνδεση του δίσκου με τις γλυκιές, ψυχεδελικές στιγμές του δισκογραφικού του προκατόχου, ένα στιχουργικό triple entendre επί του γυναικείου οργασμού, της δράσης των ναρκωτικών και της ίδιας της κιθάρας του Reed με το ιδιόμορφο κούρδισμα αλά "ostrich" (κάθε χορδή κουρδισμένη στην ίδια νότα).

Η δεύτερη πλευρά επαναφέρει τον (γκαραζάτο) θόρυβο με έξοχη εναρκτήρια ατάκα-στιχουργική πάσα τον τίτλο του προηγούμενου κομματιού με το "I Heard Her Call My Name" για να καταλήξει σε ένα από τα πλέον επιδραστικά κομμάτια των VU: το "Sister Ray" αφηγείται (πάντοτε με στεγνό χιούμορ) το έκφυλο όργιο 8 χαρακτήρων και το βιτριολικό, φρενήρες τζαμάρισμα των Lou Reed, John Cale, Sterling Morrison και Maureen Tucker που το περιβάλλει εκτελέιται σε one take κρατώντας τυχόν λάθη στην ηχογράφηση, διώχνει από το στούντιο παραγωγό και μηχανικό ήχου (σύμφωνα με φήμες) και εμπνέει τους Joy Division να το διασκευάσουν σε μια εκδοχή που αποκαλύπτει με σχετική σαφήνεια την επιρροή της Νεοϋορκέζικης τετράδας στο πνευματικό τέκνο που βαφτίστηκε "post-punk".

Αυτή τη μεγαλόπνοη παράνοια δεν τη συνάντησες ποτέ πραγματικά πριν ή μετά το "White Light/White Heat". Και, σύμφωνοι, ο Lou Reed θα παραμέινει χαραγμένος στη συλλογική μνήμη ως ο εβραϊκής καταγωγής (αν και χιλιόμετρα μακριά οποιασδήποτε ευλαβικής θρησκοληψίας) τροβαδούρος που έγραψε το καλύτερο κομμάτι για τον Κύριο ημών Ιησούν Χριστόν – με την αμφισημία της πρόθεσης και εκτέλεσης να προσδίδει στο εν λόγω πόνημα λεπτεπίλεπτο όριο μεταξύ κατάνυξης και γλυκόπικρης ειρωνίας. Εντούτοις η παρουσία του Cale και η μαεστρία του σε τομείς μη συμβατικής οργανοπαιξίας, ενορχήστρωσης και παραγωγής ήταν αυτή που έδενε το σύνολο, δίνοντας την ευκαιρία σε κάθε μέλος να λάμψει στον ανατεθειμένο του ρόλο: ο Sterling Morrison σε κιθάρα και μπάσο και η Maureen Tucker στο όρθιο, μινιμαλιστικό μα τόσο influential drumming της, πολύτιμοι σύντροφοι στην τραγουδοποιία του Reed. Βάζοντας στην εξίσωση το γεγονός ότι οι οποιοιδήποτε Γουορχολισμοί (μαζί με την, εν μέρει τουλάχιστον, διακοσμητική Nico) είχαν κουνήσει μαντήλι, είχες να κάνεις με σχήμα αχαλίνωτο και ορεξάτο για αντισυμβατική δημιουργία. Ό,τι επακολούθησε σαν “Velvet Underground” είχε αδιαμφισβήτητα μεν τις στιγμές του μα και τη λογική "Lou Reed & Co." – ο Doug Yule ποτέ δεν ήρθε σαν «αντικαταστάτης» του Cale, παρά μόνο σαν ένα επιπλέον μέλος στο backing band του τελευταίου, με τη μοναδική αναλαμπή των ένδοξων πρώτων δύο δίσκων να φαίνεται στο πραγματικά συλλογικό (και ως εκ τούτου πειραματικό) "The Murder Mystery" του τρίτου.

 

[Παρεμπιπτόντως, αν και νομίζω αντελήφθην αμεσότατα, ο διπλός αστερίσκος (**) που βρίσκεται παραπάνω αποτελεί ευθεία αναφορά στην αμφισημία της λέξης “dope” που συναντάται αφειδώς στην αμερικανική αργκό (σ.σ. 1. «κουλ, γαμάτο», 2. «ναρκωτικό»). Μικρή επανάληψη στον Bill Hicks τώρα, άντε.]

Twitter icon
Facebook icon
Google icon
StumbleUpon icon