"Ο μίσχος του κακού": Έξι διηγήματα που περιγράφουν μια καθημερινότητα που δεν θέλουμε να δούμε και να αναγνωρίσουμε
Παρουσιάστηκε, την Πέμπτη 2 Ιουλίου 2020, η συλλογή διηγημάτων της Νόπης Γραικούση «Ο μίσχος του κακού» από τις εκδόσεις «Το Δόντι». Το βιβλίο παρουσίασε η Αφροδίτη Σκαλτσά-Δημητρακοπούλου, ο Αλέξης Γκλαβάς, ενώ την υπέροχη βραδιά συντόνισε η Ζέτα Ζάχου.
Στα διηγήματα του βιβλίου πρωταγωνιστούν οικογένειες με δύσκολες προσωπικές αφετηρίες. Ξεκινώντας από την Πάτρα, οι περισσότεροι λίγο μετά τα μισά του εικοστού αιώνα, δραπέτευσαν ή επέμειναν, προσπάθησαν ή παραιτήθηκαν, έφταιξαν ή αδικήθηκαν. Οι εμπειρίες τους άλλοτε τους καταδίκασαν κι άλλοτε έγιναν φαντάσματα που θα τους κυνηγούν για πάντα.
Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί μια φωτογραφία του Κωστή Πλέσσα.
Ο Αλέξης Γκλαβάς αποτυπώνει με τα δικά του λόγια τα διηγήματα της Νόπης Γραικούση:
"Κυρίες και κύριοι,
Ήταν μια φορά κι έναν καιρό, σε μια παρουσίαση του πονήματος ενός «επωνύμου» συγγραφέως όταν τον είχα ρωτήσει, αν αγάπησε, έστω και μια στιγμή, τους ήρωές του. Ήταν μια απορία που μου γεννήθηκε και με απασχόλησε διαβάζοντας –τότε- το συγκεκριμένο βιβλίο. Δεν πήρα σαφή απάντηση. Έμεινα λοιπόν με την εντύπωση ότι, μάλλον δεν τους είχε αγαπήσει. Και, είναι κάτι που μου έχει μείνει και με ταλαιπωρεί σε όλα μου τ’ αναγνώσματα από τότε. Γιατί..., και θα επαναλάβω εδώ ένα παλαιότερο διάβασμά μου, το οποίο πολλάκις μνημονεύω και θεωρώ ότι εκφράζει την περιπέτεια της γραφής..., «Όταν αρχίζουμε να γράφουμε», είχε πει κάποιος κύριος με γαλλικό όνομα, (Γάλλος ή Βέλγος δλδ.), «ξεκινάμε από μυθοπλασία και καταλήγουμε στην αυτοβιογραφία, ή και το αντίθετο». Και είχε δίκιο. Γιατί, είναι ανέφικτο, όσο κι αν προσπαθήσεις, να αποστασιοποιηθείς τόσο, ώστε να διαγράψεις κάθε σου στιγμή, κάθε εμπειρία, κάθε επιρροή, κάθε ατομική –αλλά και συλλογική- πορεία και να σταθείς απέναντι στο άδειο χαρτί, ολόγυμνος και πεντακάθαρος και βουτώντας την πένα στην λήθη, να δημιουργήσεις σαν να μην υπήρξες λεπτό πριν. Και πάνω σ’ αυτό, με δικαιώνει η συγγραφέας με την ακροτελεύτια φράση του βιβλίου της. «Τώρα, θα πρέπει ν’ αντιμετωπίζω το παρελθόν μου, για όλη την υπόλοιπη ζωή μου», μονολογεί ο ήρωας του τελευταίου διηγήματος. Ένα παρελθόν που ο ίδιος δημιούργησε, παγιδευμένος μεν, απερίσκεπτα δε και το οποίο, μένει ο αναγνώστης ν’ αναρωτιέται αν θα μπορέσει να τ’ αντέξει, σε καθημερινή βάση σ’ όλη την επόμενη ζωή του.
Η Γραικούση, αγαπά τους ήρωές της. Κι όταν αγαπάς τους ήρωές σου, δεν αγιογραφείς τους «καλούς», δεν σατανογραφείς τους «κακούς», δεν τους αφήνεις στο μισοσκόταδο να κρύβουν τα σημάδια . Το αντίθετο: τους ξεγυμνώνεις, τους βγάζεις στο φως, τους αγκαλιάζεις με τρυφερότητα, τους κανακεύεις, τους επουλώνεις τις πληγές, τους κατανοείς, εκφωνώντας το «Ίδε ο άνθρωπος»! Με τις ατέλειες και τα ατοπήματά του, με τα κουσούρια και τις αρετές του, με τις αδυναμίες και τα «κολλήματά» του, με τις αμαρτίες του, όλα ένα κουβάρι σ’ ένα σαρκίο. Κι έτσι τον αγαπάς. Έτσι, που μπορείς ολοκάθαρα να δεις χρώματα στους αρνητικούς της ήρωες και γκρίζες, σκοτεινές γωνιές στους θετικούς της. Πουθενά δεν υπάρχει ο απόλυτος διαχωρισμός. Σκοτάδι-φως. Μαύρο-άσπρο. Κι αν ακόμα φτάσεις στο σημείο να αντιπαθήσεις έως υπερβολής κάποιον από τους αρνητικούς της ήρωες, πετάγεται ξαφνικά μια φράση ή μια σκέψη του, που σε κάνει να φρενάρεις στον κατήφορο της δικής σου σκέψης και να σου σφηνωθεί στο μυαλό, χωρίς ερωτηματικό, εκείνο το «ο αναμάρτητος εξ υμών, πρώτος βαλέτω λίθον...» και ν’ αφήσεις το λιθάρι να κυλήσει από την χούφτα σου στο χώμα. Μ’ αυτό που λέμε «δεύτερη σκέψη». Γιατί, σε όλο το βιβλίο, είναι κυρίαρχο το «συναμφότερον». Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος.
Έξι διηγήματα αποτελούν το corpus του «Μίσχου του κακού». «Οι δυο φίλοι», «Ο κληρονόμος», «Η 25η ώρα», «Ο Μουμού», «Φόνος από αγάπη» και «Honneur et Fidelite». Έξι διηγήματα με πρωταγωνιστές εμάς... Τους οιουσδήποτε εμάς. Που, αν το καλοσκεφτούμε, θα μπορούσαμε να είμαστε στην θέση των πρωταγωνιστών ή των κομπάρσων. «Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου» διακηρύττει ο Χουν Τζι Τσεν. Και –παραλείποντας τα ενδιάμεσα ολοκληρώνει την σκέψη του κλείνοντας με την φράση, «σε μια ευπρεπή οικογένεια (μπορεί να) φωλιάζει ο εκφυλισμός και η ασωτία».
Έξι διηγήματα από τα οποία απουσιάζουν παντελώς τα ροζ και γαλάζια συννεφάκια. Και, ειλικρινά, δεν θα συνιστούσα αυτό το βιβλίο, όσο κι αν η συγγραφέας του παλεύει ν’ απαλύνει την σκληρότητά του, σ’ αυτούς που νομίζουν ότι, λογοτεχνία είναι τα αβυσσαλέα ντεκολτέ, τα «θεληματικά πηγούνια», οι αδιέξοδοι και οι παράνομοι έρωτες, τα –με γλυκανάλατες περιγραφές- ολοπόρφυρα ηλιοβασιλέματα, το θρόισμα των φύλων στο χάδι του ανέμου, οι πάντα χαμογελαστοί και καλοσυνάτοι άνθρωποι, οι ευτυχισμένες αγελάδες στα πράσινα λιβάδια με μια Χάιντι να τρέχει ανάμεσά τους τραγουδώντας, το μικρό σπίτι στο λιβάδι και όλα τα παραφερνάλια της –λεγόμενης- «γυναικείας λογοτεχνίας».
Κάθε άλλο. Χρώματα, μάλλον σκοτεινά και πάντως πολύ απέχοντα από την παλ πολυχρωμία των Άρλεκιν. Λόγος ήπιος, στρωτός, απόλυτα κατανοητός και –θα τολμούσα να πω- ελαφρώς παλιομοδίτικος. Λόγος που ξυπνά, σε μας τους γεροντότερους, κάποιες αναμνήσεις απ’ τα σεντούκια της γιαγιάς με τα καλά τ’ ασπρόρουχα και τα κλαράκια της λεβάντας να τα υπερασπίζονται στις επιθέσεις του σκώρου και ν’ αρωματίζουν τα μικρά δωμάτια με το άνοιγμά τους. Διαβάζω, από την «25η ώρα»:
«Κάποια μέρα ο φίλος του ο Κώστας του μίλησε για μία κοπέλα την Βάσω. Ήταν σε ηλικία γάμου, καλό κορίτσι από σπίτι, ήταν μοδίστρα και δούλευε στο σπίτι της. Θέλησε να την γνωρίσει. Συναντήθηκαν σε ένα ζαχαροπλαστείο. Την κέρασε μπακλαβά και καθώς η συζήτηση προχωρούσε, αποφάσισαν πως ναι, θα παντρευτούν.
Η Βάσω ήταν είκοσι χρονών, καστανή με κοντό μαλλί και απλής ομορφιάς. Προ πολλού είχε αποδράσει από αυτό το συναίσθημα που οι άλλοι ονομάζουν έρωτα ή αγάπη. Όποιος άνδρας τύχαινε να την φλερτάρει τον θεωρούσε αργόσχολο κι εκμεταλλευτή. Αν ο άνδρας σε θέλει πραγματικά, τότε σε ζητά σε γάμο. Τι σχέσεις κι αηδίες. Μάθαινε από τις φίλες της τις απογοητεύσεις τους, σκούπιζε τα δάκρυά τους και κάθε περιστατικό ενδυνάμωνε τις πεποιθήσεις της. Η γνωριμία της με τον Παντελή, ήταν δώρο Θεού. Λίγες κουβέντες και σταράτες, όπως πρέπει σε έναν άνδρα, δουλευταράς, χωρίς διασκεδάσεις και περιττά έξοδα. Ταίριαζαν απόλυτα».
Μ’ άρεσε πολύ αυτό το, «απλής ομορφιάς». Απλό, περιγραφικό, δυνατό και αποδεχόμενο κάθε ερμηνείας. Αυτό όμως, -για να μείνω λίγο εδώ, στο διήγημα που προσωπικά θεωρώ το δυνατότερο των έξι-, δεν σημαίνει ότι τούτη η συνθήκη «προφητεύει» και εξασφαλίζει απαραιτήτως μια ζωή ανεμπόδιστη και ανέφελη... Το αντίθετο μάλιστα. Έτσι που όλα τα πρόσωπα ζητούν μια 25η ώρα, για να απαλλαγούν από τους άλλους και όχι μόνον. Πολύ περισσότερο να απαλλαγούν από το ίδιο το είναι τους. Ένα «είναι» που τους καταδυναστεύει και τους οδηγεί σε ακραίες συμπεριφορές για τις οποίες συνεχώς μετανοούντες απολογούνται, για να τις επαναλάβουν στην συνέχεια. Όλα. Ακόμα και το «μαύρο πρόβατο».
«Να γίνουν είκοσι πέντε οι ώρες. Μια ώρα μόνο ζητάω. Δική μου.
Πόσα πράγματα θα μπορούσα να κάνω... θα έμπαινα στο σπίτι και θα λούφαζα στην αγκαλιά σου μαμά, θα σε χάιδευα και θα σου έδινα ένα φιλί. Βέβαια δεν θα μπορούσες να με φιλήσεις κι εσύ, αλλά δεν θα με πείραζε. Μια ώρα μαζί σου, δική μας. Και εκεί μέσα στην αγκαλιά σου να κοιμηθώ, Χωρίς όνειρα, γλυκά, γεμάτος από την αγάπη σου, αυτήν την εικοστή πέμπτη ώρα, να κοιμηθώ για πάντα...»
Σ’ ένα ανάλογο κλίμα κινούνται και τα άλλα πέντε διηγήματα του βιβλίου. Δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα χωρίς τεχνητά αρώματα, αλλά όπως πραγματικά είναι. «Σαν νά 'χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κ' οι καημοί του κόσμου...», γράφει ο Σκιαθίτης στο «Μοιρολόι της φώκιας» κι αυτό φροντίζει να μας θυμίζει η Γραικούση σημειώνοντας: «Όλες οι οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους. Ευτυχισμένες ή όχι, κρύβουν ένα μυστικό, που δεν πρέπει και ούτε πρόκειται να μάθει ποτέ κανείς». Ένα μυστικό, που, όπως λέει η παροιμία «ο κόσμος το ‘χει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι», αλλά η κοινωνική ομερτά, είναι αυτή που κρατά τα στόματα κλειστά. Ένα μυστικό, που όμως η ίδια φανερώνει, κάνοντάς μας κοινωνούς του μέσα από την διήγησή της και –γιατί όχι;- συνενόχους.
Τα πάθια των ανθρώπων, λοιπόν. Που σε κάνουν να σιωπάς εκεί που θέλεις να ουρλιάξεις. Που σε αναγκάζουν να σβήνεις τα φώτα κρυπτόμενος, γιατί «τι θα πει ο κόσμος». Που τυλίγουν την φρίκη με χρυσόχαρτο και στην προσφέρουν σαν σοκολατάκι. Που σε κάνουν ν’ αναρωτιέσαι τι δεν έκανες καλά και σου βγήκαν όλα λάθος. Συμπεριφορές και καταστάσεις που αποτελούν την «ντροπή» της οικογένειας, μια «ντροπή» που σπρώχνει τους υπαίτιους σε απονενοημένες ενέργειες, αυτοκαταστροφικές, ή ενέργειες ακραίες. Δυο απ’ αυτές περιγράφει η Γραικούση στο βιβλίο της, μιαν άλλη –σκληρότερη και ακραία- τραγουδά ο Λουδοβίκος των Ανωγείων.
«Πέταξε την ντροπή της μες στον φωταγωγό
στα 19 της χρόνια, Μήδεια η Γωγώ...»
Έξι διηγήματα να περιγράφουν μια καθημερινότητα που δεν θέλουμε να δούμε και ν’ αναγνωρίσουμε, ή έστω, αποφεύγουμε ν’ αντικρύσουμε κατάματα, ακόμα και αν αυτή μας αφορά άμεσα.
Από την αγχώδη προσπάθεια της αποφυγής μιας επαπειλούμενης κοινωνικής κατακραυγής του «Δυο φίλοι» στην ανατροπή του «Κληρονόμου», τα αδιέξοδα συμπριφορών στην «25η ώρα», τα πάθη και τον αντίκτυπό τους στο «Ο Μουμού», την απόλυτη υποχωρητικότητα στις πιέσεις της καλοσύνης αλλά και του εγκλωβισμού σ’ ένα παράδοξο του «Φόνος από αγάπη» και την τυλιγμένη με χρυσόχαρτο παγίδα θανάτου του «Honneur et Fidelite», η Γραικούση μας δίνει μια οπτική της καθημερινότητάς μας, που πολλές φορές απλώς δεν βλέπουμε, ενώ κάποιες άλλες αρνούμαστε να δούμε.
Τελειώνοντας, μια σκέψη μου και μια ερώτηση προς την Νόπη ταυτοχρόνως. Γιατί «Ο μίσχος του κακού»; Θα μπορούσε θαυμάσια να είναι «Ο μίσχος του καλού». Νομίζω..."
- Συνδεθείτε για να υποβάλετε σχόλια
Διαβάστε Επίσης
- "Ο μίσχος του κακού": Έξι διηγήματα που περιγράφουν μια καθημερινότητα που δεν θέλουμε να δούμε και να αναγνωρίσουμε
- Παρουσίαση του βιβλίου "Τελευταία Ανάσα" της Μαρίας Π. Διδάχου
- Παρουσιάζεται η συλλογή διηγημάτων της Νόπης Γραικούση
- Paul Hanley - ''Leave The Capital''
- Παρουσιάζεται το κόμικ "Teacherrific" του Δ. Φάκου