Marilyn Manson - WE ARE CHAOS

Μήνυμα σφάλματος

  • Notice: Undefined index: taxonomy_term στην similarterms_taxonomy_node_get_terms() (γραμμή 518 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 0 στην similarterms_list() (γραμμή 221 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 1 στην similarterms_list() (γραμμή 222 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).

V: "Apples are always something to fear."

Get behind me, Satan. Λέξεις που άδει ο –γνωστός κατά το ληξιαρχείο της πολιτείας του ως- Brian Hugh Warner στο "Perfume". Αυτό το καλλιτεχνικό «απεταξάμην» συμβαίνει εδώ και μια δεκαετία το λιγότερο. Βέβαια η προέκτασή του ουδόλως αφορά το παραθρησκευτικό schtick που τον κατέστησε persona non grata στην συντηρητική (κατά κύριο λόγο) Αμερική κάπου εκεί στα τέλη των '90s με αρχές των '00s. Η δε σημειολογία επ’ ουδενί μπορεί να παραβλεφθεί, επομένως δεχόμαστε ότι ο πρώην αρχιμπαμπούλας των Ρεπουμπλικανιζόντων στοιχείων μετατράπηκε σταδιακά ανά τα χρόνια σε νυν ποιητή-αντιπρόσωπο της γοτθικής εσωστρέφειας, επί αμερικανικού πάντα εδάφους. Με τα μήλα πάλι δεν ξέρω τι προηγούμενα έχει. Εάν όμως αποπειραθούμε να δούμε πότε έδειξε για πρώτη φορά διάθεση να αποστασιοποιηθεί από το ιδιότυπο industrial metal που ο ίδιος καθιέρωσε –και δη, κατά πρώτον, από το κομμάτι "metal"-, μπορούμε να πούμε ότι ήταν το "Apple of Sodom" που γράφτηκε για την ταινία του David Lynch ονόματι "Lost Highway" το 1997. Ξέρω ότι κάποιος θα μπορούσε να φέρει ως αντίλογο το "Man That You Fear" που είχε προηγηθεί ως track του δίσκου-τοτέμ "Antichrist Superstar", αλλά το εν λόγω είχε «πνιγεί» (σ.σ.: εναρμονιστεί) στην ευρύτερη conceptual βαρύτητα που δεν θα το άφηνε ποτέ να ξεχωρίσει ως statement με τον τρόπο που θα το έκανε ένα standalone track.

 

IV: "Victim is chic (you’re as famous as your pain)."

Στην οργή που μπορούσε να τιθασεύσει ο Marilyn Manson μόνο μέσω της τέχνης του υπολογίζω ότι δόθηκε τόπος γύρω στα 15 χρόνια πριν με την κυκλοφορία του best of album "Lest We Forget". Από το "Eat Me, Drink Me" και ύστερα παρατηρούμε μια συγκρατημένη διάθεση χωρίς ωστόσο να υπολείπεται αιχμηρότητας. Απλούστατα το (απροκάλυπτα) καταγγελτικό στοιχείο αποφάσισε ορθώς να βγει στη σύνταξη. Έκτοτε μετράμε μία συνεργασία με τον Tim Sköld στα μουσικά ηνία, δύο με τον συνήθη ύποπτο Twiggy και άλλες δύο με τον συνθέτη κινηματογραφικής μουσικής Tyler Bates. Οι δύο τελευταίες μάλιστα έφεραν μία αναβιωτική ποιότητα που αναθέρμανε αισθητά το ενδιαφέρον ως προς το πρόσωπό του, διατυμπανίζοντας ηχηρότερα από τις προηγούμενες ότι ο εν λόγω δεν είναι απλά και μόνο το πάλαι ποτέ enfant terrible, μια ξεγραμμένη περσόνα που σουλατσάρει σε ημιοραδιοφωνικά εδάφη μην έχοντας καλλιτεχνικό λόγο ύπαρξης. Και να μπορούσε να προκαλέσει την πολυπλατινένια ταραχή που κάποτε έκανε, δεν θα το ήθελε. Μεγάλωσε, ωρίμασε, έως και επισύναψε οριακά φιλικές σχέσεις με τους αιώνιους δαίμονές του και το μοιράζεται με τους λίγους πιστούς που έχουν μείνει εκεί έξω, έχοντας στέλει το enfant terrible προσωπείο σε υπόκλιση αποχώρησης ήδη κατόπιν του "Golden Age of Grotesque". Παρατηρώ δε ότι ο μουσικός κύκλος στον οποίο πλέον «ανήκει» του προσφέρει σχεδόν καθολική αποδοχή – μετρημένοι στα δάχτυλα εκείνοι που, έχοντας κατά πρώτον ασχοληθεί στοιχειωδώς σοβαρά με το έργο του τα τελευταία χρόνια, δηλώνουν #haters.

III: "Am I a man or a show, or moment?"

Λίγα λόγια και καλά είχε πει ο ίδιος ούτως ώστε να προϋπαντήσει την παρούσα κυκλοφορία. Δύσκολα έχει υπάρξει ωστόσο πιο ακριβής τοποθέτησή του πάνω στο ίδιο του το υλικό. Περιέγραφε προ μηνών το "WE ARE CHAOS" σαν ένα μουσείο κέρινων ομοιομάτων με τις σκέψεις του, τουτέστιν (μάλλον) ο πλέον προσωπικός του δίσκος. Ο δε Shooter Jennings, μολονότι (ίσως και επειδή ακριβώς είναι) σημαντική φιγούρα του σύγχρονου country rock ήχου, στη μουσική σύνθεση και εποπτεία, με άφησε λίγο σύξυλο ως προς το τι να περιμένω – οφείλω να παραδεχτώ ότι η προ ετών διασκευή τους στο "Cat People" του Bowie μου είχε χαρίσει ανάμεικτες εντυπώσεις. Το γλυκό όμως δένει ωραιότατα: αν και το ομότιτλο πρώτο single μου άφησε έναν γενικότερο προβληματισμό παρά ένα ξέφρενο "WOW", δένει σαφέστατα καλύτερα ακούγοντας ολόκληρο το δίσκο. Η προβληματική –μουσική όσο και στιχουργική- του οποίου συναρπάζει. Έχοντας πατημένα τα 51 πλέον, μεγαλουργεί με ό,τι ακόμα διαθέτει –μια σπάνια χροιά αλλά και μια ακόμα πιο σπάνια πένα. Κατευνάζει τις βωμολοχίες και διερωτάται περί έρωτα, θνητότητας και προσωπικής οντολογίας. Am I Superman? Am I superstitious? Οι εγκεφαλικοί νευρώνες του Jennings οδηγούν σε αποφάσεις που ντύνουν τούτα τα ερωτηματικά με heavy μα διόλου φλύαρες country-blues κιθάρες, τα πλήκτρα και οι καίριες ενέσεις αυτών πάνω στο υλικό αποτελούν τον αφανή ήρωα της υπόθεσης ενώ το rhythm section (με διατελέσαντες υπηρεσία σε Mars Volta και Black Flag παρακαλώ) ακολουθεί ομοίως ταιριαστά κατά πόδας. Κάπου κάπου κάνει και την εμφάνισή της, ορθώς καλυμμένη από τη μίξη, μια φυσαρμόνικα.  

II: "I'm not special. I'm just broken and don't want to be fixed."

Μιλώντας για Bowie, αρκετοί θα υποστηρίξουν ότι αυτός είναι ο πρώτος πραγματικά glam δίσκος του. Ναι, φέρνει σε "Scary Monsters", καμία αντίρρηση. Το "Paint You with My Love" αποτελεί με διαφορά την πιο Ελτοντζονική στιγμή της καριέρας του (ο ίδιος είχε κάνει μια ανάλογη νύξη εξ’ άλλου προ κυκλοφορίας) ενώ το αριστουργηματικό “Perfume” αποτελεί ένα ανθεμικό βγάλσιμο καπέλου προς τους T. Rex. Ο δίσκος αντλεί στοιχεία και από προηγούμενες δουλειές του –από το "Mechanical Animals" που ήταν και η πρώτη ανοιχτή εκδήλωση λατρείας προς τον Bowie και το Holy Wood έως το κατάφωρα αδικημένο "The High End of Low", με το οποίο, κατ’ εμέ τουλάχιστον, είναι πνευματικά αδέλφια. Καταφέρνει να ενισχύσει την αντίληψη ότι κάθε φορά που αλλάζει βασικό μουσικό συνεργάτη καταφέρνει να διατηρήσει ακέραιη την προσωπική του κατεύθυνση εκμαιεύοντας παράλληλα τις καλύτερες εμπνεύσεις από το εκάστοτε καλλιτεχνικό του ήμισυ. Είναι σημαντικές οι παραδοχές που έχει κάνει ως προς εαυτόν – τίποτα δεν βάλλεται στο διηνεκές ακόμα και σε μικροσκοπικό –συγκριτικά με ολάκερη την οικουμένη – επίπεδο, ενώ οι αδυναμίες του καθενός στην τέχνη αποτελούν μέγιστο σύμμαχο ως σημείο αναφοράς και εν συνεχεία έμπνευσης. Κάπως έτσι αφήνεται ελέυθερος να κάνει –ως επί το πλείστον- επιτυχημένες επιλογές. 

I: "Fuck the past. Here is your present. Let’s take the future."

Θα γράψω για την emo γκοθίλα του "Half-Way & One Step Forward" που με άγγιξε τόσο πολύ εξ’ αρχής. Θα γράψω επίσης για την απειλητικότητα του "Keep My Head Together" και την τόσο-όσο σπαρακτική μπαλάντα που ακούει στο όνομα "Broken Needle". Θα γράψω επίσης για το ότι ο δίσκος δεν έχει ξεκάθαρο "highlight", ενώ τα κομμάτια στέκονται ωραιότατα και μόνα τους δουλεύουν καλύτερα μέσα στο σύνολο, χωρίς να υπάρχει αυστηρή εννοιολογική σύνδεση –μουσικά όσο και στιχουργικά- αλά ‘70s prog-rock μεγαλομανίας. Θα γράψω όμως ότι ο συγκεκριμένος αποτελεί ενδεχομένως τον «ακουστικό» δίσκο του Manson, χωρίς προφανώς να είναι έτσι από αυστηρά τεχνικής άποψης. Το παρελθόν φωλιάζει στη θέση που του ανήκει με νομοτελειακή ευλάβεια, πλέον ο ίδιος χαράζει την από-εδώ-και-πέρα πορεία του με χαρακτηριστική μετριοφροσύνη (ποιος να το 'λεγε;) αλλά και το απαραίτητο θράσος για να διατηρεί (και, σε στιγμές, να «τσιγκλάει» επικίνδυνα) τη φλόγα που θεριεύει μέσα του. Με τα δείγματα γραφής που μας έχει δείξει την τελευταία πενταετία τουλάχιστον, το δισκογραφικό του μέλλον βρίσκεται υπό τον έλεγχό του. Το ροκ μάλλον είναι νεκρό εμπορικά, αλλά με δημιουργούς της ειλικρίνειας του συγκεκριμένου, δύσκολα το ξεγράφεις επί καλλιτεχνικοίς όροις.

Twitter icon
Facebook icon
Google icon
StumbleUpon icon