Jack White - Lazaretto

Μήνυμα σφάλματος

  • Notice: Undefined index: taxonomy_term στην similarterms_taxonomy_node_get_terms() (γραμμή 518 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 0 στην similarterms_list() (γραμμή 221 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 1 στην similarterms_list() (γραμμή 222 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).

Ο Jack White εξακολουθεί να ασχολείται ακατάπαυστα με τη δισκογραφία, ότι ακριβώς έκανε και όταν τον γνωρίσαμε, δεκαπέντε χρόνια πριν. Αρχικά με τους White Stripes, στη συνέχεια με τους Raconteurs και τους Dead Weather και εσχάτως ηχογραφώντας με απλή χρήση του ονόματός του. Το ''Lazaretto'' είναι το δεύτερο προσωπικό album μετά το ''Blunderbuss'' του 2012. Όλο αυτό το διάστημα δεν περιοριζόταν στις κυκλοφορίες των σχημάτων που ήταν μέλος, αλλά έκανε συμμετοχές σε δίσκους άλλων καλλιτεχνών, έκανε τη παραγωγή σε δίσκους τρίτων και ίδρυσε το label Third Man με σκοπό τη κυκλοφορία country, blues και rock δίσκων. Θα έλεγε κάποιος ότι αυτός ο τύπος ασχολείται συνεχώς με τη μουσική και δεν θα είχε άδικο. Με τους White Stripes κατάφερε να αναβιώσει το πνεύμα των Led Zeppelin χρησιμοποιώντας μόνο κιθάρες και τύμπανα. Έδωσε μία πρωτόγονη δυναμική στον ήχο των Zeppelin, πατώντας πάνε σε αρχαίες blues φόρμες και βασιζόμενος στην ιδιαίτερη φωνή που διαθέτει. Οι White Stripes κυριάρχησαν στο πρώτο μισό της προηγούμενης δεκαετίας, αφήνοντας ώς παρακαταθήκη ορισμένους από τους σημαντικότερους δίσκους που κυκλοφόρησαν τότε. Ο Jack θέλοντας να εξελίξει τον ήχο, του άφησε πίσω του τη Meg και τους White Stripes και ασχολήθηκε με νέα projects. Πλέον είχε όλα τα βλέμματα καρφωμένα πάνω του, αφού ήταν από τους βασικούς υπεύθυνους για το πως διαμορφώθηκε το rock στον αιώνα που μόλις άρχιζε. Ο Jack όμως δεν μασούσε ούτε από τη δημοσιότητα, ούτε από τις τεράστιες προσδοκίες που υπήρχαν από αυτόν. Συνέχισε να κάνει πράγματα που πρωτίστως άρεσαν στον ίδιο και που τελικά έβρισκαν ανταπόκριση και στο κοινό. Μπορεί πλέον να μην ηχογραφεί δίσκους με το εκτόπισμα του ''Elephant'', αλλά μάλλον αυτό γίνεται γιατί δεν τον ενδιαφέρει να το κάνει. Έχει κερδίσει το δικαίωμα να κάνει ότι ακριβώς θέλει, χωρίς να αλοιώνει ούτε στο ελάχιστο το brand name Jack White.

Το ''Lazaretto'' περιέχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που καθιέρωσαν τον White ως έναν από τους 'μεγάλους' της εποχής μας. Ισόποσες δόσεις σκληρών blues και παραδοσιακής country, φιλτραρισμένες μέσα από τη πατενταρισμένη οπτική του Jack White. Από εκεί και πέρα βλέπουμε ότι το ''Lazaretto'' περιέχει τραγούδια που μπορούν να ακουστούν με σχετική ευκολία από το ευρύ κοινό και αυτό σηματοδοτεί μία επιστροφή στις ημέρες των White Stripes. Γενικά ο White έχει περιορίσει τις δύσκολές στιγμές και έχει δώσει έμφαση σε πιο βατές συνθέσεις και φόρμες. Όπως πολλοί σύγχρονοι καλλιτέχνες στρέφει το βλέμμα του στο rock των 70ς και δημιουργεί ένα φιλόδοξο concept για το νέο του δίσκο. Το ''Three Women'', που ξεκινά το δίσκο, παλαντζάρει ανάμεσα στη παραδοσιακή americana και τα blues και δίνει ευθείς εξαρχής το στίγμα του ''Lazaretto''. Στη συνέχεια το ομώνυμο κομμάτι παραπέμπει στις πιο σκληρές ημέρες των Dead Weather, ενώ το ''Temporary Ground'' στρέφει το βλέμμα στη μεγάλη αμερικάνικη παράδοση, που τόσο αγαπά ο Jack White, χρησιμοποιώντας εκτός των άλλων και γυναικεία φωνητικά που δίνουν μία γλυκιά αίσθηση στο κομμάτι. Το θέμα του ''Would You Fight For My Love'' θα μπορούσε να υπάρχει ταινία thriller, αλλά μόλις μπαίνουν τα φωνητικά ο Jack το μετατρέπει σε τυπικό κομμάτι δικής του σύνθεσης. Η απογυμνωμένη λογική των Led Zeppelin κάνει την εμφάνισή της στο ορχηστρικό ''High Ball Stepper'', ενώ το ''Entitlement'' θα το ζήλευε κάθε redneck τραγουδοποιός. Το χιτάκι του δίσκου είναι το ''Just One Drink'', με τις πιασάρικες κιθάρες και το groovy country rock ρυθμό. Στο ''Alone In My Home'' υπάρχει μία αίσθηση γλυκόπικρης νοσταλγίας, που γίνεται πιο έντονη από τη χρήση ακουστικών οργάνων, ενώ μουσικά παραπέμπει στη 70ς περίοδο του David Bowie. Η ηλεκτρική έκδοχή των blues βρίσκει διέξοδο στο ''That Black Bat Licorice'', ύφος που περιλαμβάνεται πάντα στις δουλειές του White, ενώ στο ''I Think I Found A Culprit'' παρουσιάζει μία πιο επική εκδοχή της folk μουσικής. Ο δίσκος κλείνει με το ακουστικό ''Want And Able'', όπου πιανάκια συνοδεύουν τα φωνητικά του Jack White και το όλο κλίμα φέρνει σε 70ς stadium rock, τότε που η rock ήταν πραγματικά η πιο δημοφιλή μουσική, αλλά είχε και ήδη αρχίσει να μυρίζει ναφθαλίνη. Με το ''Lazaretto'' ο White επιστρέφει με έναν σαφώς πιο φιλόδοξο δίσκο, όχι απαραίτητα και καλύτερο, πολυσυλλεκτικό και επιμελώς καταφέρνει να αποφύγει τις παγίδες του mainstream, παρόλο που φλερτάρει ασύστολα μαζί του.

Twitter icon
Facebook icon
Google icon
StumbleUpon icon