Νάντια Πυθαρά: "Δεν χρειάστηκε να φύγω πολύ μακριά από τον εαυτό μου για να «συναντήσω» τη Μαρία Πολυδούρη"

Μήνυμα σφάλματος

  • Notice: Undefined index: taxonomy_term στην similarterms_taxonomy_node_get_terms() (γραμμή 518 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 0 στην similarterms_list() (γραμμή 221 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 1 στην similarterms_list() (γραμμή 222 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).

Συνέντευξη με την ηθοποιό Νάντια Πυθαρά
Aπό τον Κώστα Νταλιάνη

Η Νάντια Πυθαρά είναι κάτοχος πτυχίου Φιλοσοφίας από το Πανεπιστήμιο Πατρών (2008) και σπούδασε υποκριτική στην δραματική σχολή “Αρχή” της Νέλλης Καρρά (2010-2013). Έχει συνεργαστεί με την σκηνοθέτρια Λίλλυ Μελεμέ στην παράσταση «Γέρμα» (2013-2014) και στην παράσταση «Έγκλημα στο Cafe-Noir» (2014-2015). Έπαιξε, επίσης, ως αντικαταστάτρια στην παράσταση του Δημήτρη Μυλωνά «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί» για την περιοδεία στην Πάτρα (2015).

Φέτος υποδύεται την Μαρία Πολυδούρη στην παράσταση «Πόκα» (σε κείμενο και σκηνοθεσία της Κέλλυς Πήλιουρα), που θα παρουσιαστεί στην Πάτρα στο θέατρο “Επίκεντρο+”  στις 4 και 5 Απριλίου.

-Νάντια, μίλησε μας για την παράσταση «ΠόΚα».

Η «ΠόΚα» είναι σαν ένα «σκοτεινό δωμάτιο», όπου οι ήρωες, καθηλωμένοι από το παιχνίδι μέσα, αναπολούν τη ζωή έξω. Κολυμπάνε σε ένα άχρονο τοπίο, παγιδευμένοι από την ανάμνηση του χρόνου, δημιουργώντας ένα σύμπλεγμα πράξης και απραξίας. Όλα επαναλαμβάνονται, χωρίς τη δυναμική της νέας ζωής, τα πράγματα αποτυγχάνουν, μα κανείς δεν ανάβει το φως.

-Πώς σε έχει επηρεάσει η ζωή και το έργο του Κώστα Καρυωτάκη και της Μαρίας Πολυδούρη;

Στα 15 μου περιφερόμουν για μήνες με μια ποιητική συλλογή του Καρυωτάκη, την οποία μου είχε χαρίσει ο πρώτος μου αγαπημένος. Τί συλλάμβανα από την ποίησή του, πέρα από αυτό που τότε μου φαινόταν ως διάχυτη μελαγχολία, δεν ξέρω. Ίσως, όμως, γι’ αυτό πίστευα για χρόνια πως αγάπη και μελαγχολία πάνε μαζί. Η νέα μου σχέση μαζί τους ξεκίνησε με αφορμή την παράσταση και είναι μια βουτιά, θα έλεγα, σε δύο απόλυτες θέσεις πάνω στη ζωή, η οποία μου υπενθυμίζει τη ζωτική φύση της διαλλακτικότητας.

-Θα χαρακτήριζες την σχέση αυτών των δύο ποιητών ως έναν «καταραμένο έρωτα», όπως λέμε στη λογοτεχνία;

Δε μου αρέσει η λέξη «κατάρα» -εμπεριέχει το μοιραίο και το αναπόδραστο. Τα μεγαλύτερα δεινά στην ανθρωπότητα, έλεγε η δασκάλα μου Νέλλη Καρρά, πηγάζουν από το ότι οι άνθρωποι δυσκολεύονται να σκεφτούν νέους τρόπους. Θεωρώ πως οι δύο ποιητές ήταν εμμενείς στις αδυναμίες τους, αναλόγως κι ο έρωτάς τους.

-Πώς ήρθες σε επαφή με την συγγραφέα και σκηνοθέτρια της παράστασης Κέλλυ Πήλιουρα;

Ένα βραδινό, τυχερό τηλεφώνημα μιας κοινής φίλης στάθηκε αφορμή για τη γνωριμία μας. Να κάνω εδώ την αστρολογική αναφορά μου -κι ας γελάσετε. «Κριός με Σκορπιό» μπορούν να καταφέρουν, λένε, σχεδόν τα πάντα μαζί.

-Ποιές είναι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ηθοποιός, όταν καλείται να ερμηνεύσει ένα υπαρκτό πρόσωπο; Νιώθεις κάποια ευθύνη;

Στην περίπτωση ενός υπαρκτού προσώπου ο ηθοποιός έχει ως σημείο αναφοράς την ίδια την ιστορία κι όχι τη φαντασία του συγγραφέα. Όσο αδιόρατο κι αν είναι, όμως, οι δύο αυτές διαστάσεις συνομιλούν και στις δύο περιπτώσεις. Η ιστορία μπορεί να ντυθεί με φαντασία κι η φαντασία αποτελεί μια ιστορία. Ναι, αισθάνομαι την ευθύνη της ερμηνείας, προσπαθώντας, βέβαια, να διατηρήσω την ελευθερία της προσωπικής προσέγγισης, γιατί χωρίς αυτήν δεν νοείται τέχνη.

-Πώς δούλεψες για τον ρόλο;

Ξεκίνησα μελετώντας για μερόνυχτα τη ζωή της Πολυδούρη. Στη συνέχεια, το έργο της. Έτσι, μεγάλωνε μέσα μου ένας χώρος με την αίσθηση της φύσης και του χαρακτήρα της, ώστε μπορούσα σιγά-σιγά να αρχίσω να νιώθω τα λόγια του κειμένου δικά μου.

-Πώς θα χαρακτήριζες την Μαρία Πολυδούρη;

Σαν ένα εκκρεμές. Ο Ρίτσος γράφει στη «Σονάτα του Σεληνόφωτος»: «Εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα, ο εξαίσιος ίλιγγος». Έτσι και η Πολυδούρη... Διανύει όλη την απόσταση από το «Εδώ στο Εκεί», από το «Ένα στο Άλλο», σαν να είναι ζήτημα ζωής και θανάτου αυτή η χορταστική βόλτα στις αντιφάσεις της ύπαρξης.

-Βρήκες αντιστοιχίες με τη δική σου προσωπικότητα;

Δυστυχώς ή ευτυχώς, ναι. Μάλλον, όμως, ευτυχώς. Δε χρειάστηκε να φύγω πολύ μακριά από τον εαυτό μου, για να τη συναντήσω, καθώς, επίσης, η τροφοδότηση του μεταξύ μας κοινού χώρου λειτούργησε για μένα σαν εξαγνισμός. Μοιραζόμαστε το πάθος για τη ζωή, κυρίως τον έρωτα σαν το καταλυτικό συστατικό της, την κατά συνέπεια ανήσυχη φύση της και τις συγκρούσεις στις οποίες αυτή οδηγεί. Μια διψασμένη διάθεση, που εκφράζεται όχι πάντα σύμφωνα με τις κοινωνικές συμβάσεις και που αρκετές φορές παρερμηνεύεται.

-Ποιός είναι ο λόγος που παίζεις; Μπορείς να φανταστείς τον εαυτό σου χωρίς την υποκριτική;

Παίζω γιατί πραγματώνω έτσι ένα κομμάτι του εαυτού μου, το οποίο διαφορετικά θα έμενε  σε μια ακατάληπτη, μεταφυσική σφαίρα. Η υποκριτική λειτουργεί για μένα σαν ψυχικός αγωγός στο «εδώ και τώρα» περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μορφή τέχνης -είναι η έκφραση ενός κομματιού της συνείδησης μου, το οποίο πάλλεται μέσα στην αλλά παράλληλα με την καθημερινή, απτή και υλική ζωή.

-Έχεις κάποιες αγαπημένες φράσεις από το έργο;

«Ο έρωτας κατάντησε μια μάχη με τις αντιφάσεις μου». Αυτή η εξομολόγηση της Πολυδούρη στον Καρυωτάκη, που ξεγυμνώνει την αδυναμία και την ανικανοποίητη φύση της, με συγκινεί. Το να παραδέχεται κανείς την ελλειπτική του σχέση με αυτό που αποτελεί την κινητήριο δύναμη της ζωής του, προϋποθέτει θάρρος κι έναν ανοικτό διάλογο με τον εαυτό του.

-Με ποιό τρόπο η σκηνοθετική άποψη της Κέλλυς Πήλιουρα συνετέλεσε στο άρτιο αποτέλεσμα επί σκηνής;

Η Κέλλυ έχει το χάρισμα να μπορεί να ξεχωρίσει «τις φακές από το ρύζι». Μας καθοδηγεί φορά τη φορά στο ίδιο ζητούμενο, που είναι η καθαρότητα της σκηνικής δράσης και του σκηνικού διαλόγου. Αφαιρώντας τα περιττά, επιλέγει μια καθαρή αρχιτεκτονική στη σκηνοθεσία, η οποία επιτρέπει να φανερωθεί καλύτερα η πολυσχιδής σχέση των δύο ποιητών.

-Μίλησε μας για την συνεργασία με τον συμπρωταγωνιστή σου Βασίλη Παπαγεωργίου, που υποδύεται τον Κώστα Καρυωτάκη.

Με το Βασίλη μοιραζόμαστε μια κοινή ψυχική αφετηρία, αυτή της ανάγκης για αυτοπραγμάτωση. Έτσι, ενώ γνωριζόμασταν μόλις λίγες μέρες, μπορέσαμε να συνυπάρξουμε στον καμβά της σκηνικής έρευνας οργανικά, φτιάχνοντας έναν κώδικα επικοινωνίας κι αναζήτησης. Ο πρώτος αυτοσχεδιασμός ήταν σαν ανάμεσα σε από καιρό οικείους. Θεωρώ ουσιώδες το ότι μπορούμε να αισθανόμαστε συνωμότες και συνένοχοι στο σκηνικό αυτό παιχνίδι που κάθε φορά ξαναζωντανεύει με μόνους παίκτες εμάς, χωρίς να σημαίνει ότι ο καθένας δε διατηρεί τη μοναδική, προσωπική σχέση με το υλικό του. Μοιραζόμαστε με ειλικρίνεια και σεβασμό την ευθύνη. Όταν αυτό πετυχαίνει, είμαστε από κοινού νικητές.

-Ποιά είναι τα στοιχεία που συνθέτουν μια ιδανική συνεργασία στο θέατρο;

Σεβασμός, ειλικρίνεια, παραχώρηση, εκχώρηση, εμπιστοσύνη, φαντασία και διέγερση, συνενοχή και συνεργασία, αυτοαποδοχή και αποδοχή, διάλογος και σιωπή.

-Τί είναι αυτό που θα έλεγες ότι χαρακτηρίζει συνολικά την παράσταση;

Το δίπολο «σπαραγμός κι αυτοσυγκράτηση» ανάμεσα στο αιώνιο δίδυμο αρσενικό και θηλυκό, αλλά, κυρίως, ανάμεσα σε δύο βαθειά ερωτευμένους.

-Ποιά είναι τα επόμενα σχέδια για την παράσταση αυτή;

Πιθανώς μια μικρή βόλτα στο εσωτερικό της Ελλάδας...

-Τα τελευταία χρόνια γίνονται όλο και περισσότερες θεατρικές παραγωγές. Βοηθάει αυτό στην ανάδειξη νέων καλλιτεχνών;

Η ανάδειξη, σε οποιοδήποτε τομέα της επιστήμης και της τέχνης, των νέων ή ικανών συντελεστών της ήταν πάντα δύσκολη υπόθεση, αποτέλεσμα, συνήθως, σκληρής δουλειάς αλλά και τύχης -αν και τελικά, ίσως, το δεύτερο στηρίζει το πρώτο. Η τύχη μόνη της είναι εισιτήριο βραχείας διαρκείας.

-Παρατηρείς μια στροφή του κοινού προς το θέατρο;

Η σχέση μου με το θέατρο αλλάζει χρόνο το χρόνο και πιθανώς να προσλαμβάνω με διαφορετικά φίλτρα κάθε φορά τη σχέση του κοινού μαζί του. Έχω την αίσθηση πως το θέατρο είναι πάντα επίκαιρο σε κάποιες συνειδήσεις, και πάντα απρόσιτο για κάποιες άλλες. Αυτή είναι η φύση της τέχνης -έτσι όπως ορίζεται τουλάχιστον από την εποχή ή τη χώρα μας– ένα εργαλείο κατ’ επιλογήν. Κάπου διάβασα πως η Γαλλία ξοδεύει 23 ευρώ ανά πολίτη το χρόνο για την καλλιέργειά της σχέσης του με την τέχνη, ενώ η Αμερική 4...

-Έχεις ασχοληθεί με τον κινηματογράφο;

Πέρα από ένα ερασιτεχνικό ντοκιμαντέρ πριν χρόνια και ένα ταινιάκι μικρού μήκους δεν έχω ασχοληθεί με τον κινηματογράφο, αν και θα το ήθελα πολύ. Ελπίζω, για να μην πω εύχομαι, κάποια στιγμή να συμβεί.

-Κλείνοντας, θα σε ρωτήσω πώς διαχειρίζεσαι τον ελεύθερο χρόνο στην καθημερινότητα; Τι σε χαλαρώνει;

Κάποτε δυσκολεύομαι να βάλω όρια στα ωράρια και τις εξόδους, όμως, πάντα έρχεται η στιγμή της ισορροπίας. Οι ήρεμες συζητήσεις με φίλους είναι αναντικατάστατες. Λατρεύω το φαγητό και τη μαγειρική, το περπάτημα και τη σιωπή. Τον ύπνο. Α, τον ύπνο...!

Κριτική της παράστασης «ΠόΚα»:

https://kostasdalianis.wordpress.com/2016/03/29/%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CF%80%CF%8C%CE%BA%CE%B1-%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CF%81%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B7%CF%84%CE%AD%CF%82/

Παραστάσεις: 
Δευτέρα – Τρίτη 4-5 Απριλίου 2016
Ώρα: 9.15 μμ.
στο θέατρο “Επίκεντρο+”
Νόρμαν 16, Πάτρα
Τηλ.: 2610 46 10 50

Twitter icon
Facebook icon
Google icon
StumbleUpon icon