Climax

Μήνυμα σφάλματος

  • Notice: Undefined index: taxonomy_term στην similarterms_taxonomy_node_get_terms() (γραμμή 518 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 0 στην similarterms_list() (γραμμή 221 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 1 στην similarterms_list() (γραμμή 222 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).

Του Σταμάτη Τζιώλα

Ο αμφιλεγόμενος Αργεντινός, μόνιμος κάτοικος Γαλλίας, σκηνοθέτης Gaspar Noé, αποτελεί σαφέστατα μία ιδιάζουσα περίπτωση δημιουργού. Κατά καιρούς έχει χαρακτηρισθεί ως προκλητικός και προβοκάτορας, με αρέσκεια στο να σκανδαλίζει, έχει διχάσει την κριτική, έχει εκθειασθεί αλλά και την ίδια στιγμή διαπομπευθεί για τις ταινίες του, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση αυτή του περιβόητου «Μη Αναστρέψιμος». 

Στο «Climax» του 2018, ωστόσο, τον συναντούμε σε δαιμονιώδη κινηματογραφική φόρμα, γεμάτο πηγαίο πάθος και σφύζουσα ένταση. Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 90, οι μαθητές μίας σχολής σύγχρονου χορού μαζεύονται για μία γιορτινή πρόβα, σε ένα κλειστό σχολείο, το οποίο βρίσκεται απομονωμένο μέσα στο δάσος. Όταν το άγνωστο χέρι κάποιου από τους συμμετέχοντες βάζει μία παραισθησιογόνο ναρκωτική ουσία σε ένα μπολ με σανγκρία, η κατάσταση εκτραχύνεται και ξεφεύγει από κάθε έλεγχο, άγρια ένστικτα αναδύονται σταδιακά στην επιφάνεια και η βραδιά εξελίσσεται σε ένα εφιαλτικό κρεσέντο ακροτήτων.     

    

Ο Noé, ο οποίος έγραψε το σενάριο και συνεισέφερε στο πυρετώδες μοντάζ, σκηνοθετεί χωρίς ανάσα, με κάμερα συνεχώς κινούμενη, επιτυγχάνοντας έναν καταιγιστικό, ιλιγγιώδη ρυθμό, μόνιμα υπό τους ήχους ενός εκπληκτικού ηλεκτρονικού soundtrack που συμπεριλαμβάνει σπουδαία ονόματα του είδους, όπως Cerrone, Soft Cell, Patrick Hernandez, Giorgio Moroder, Daft Punk, Aphex Twin, Gary Numan, κ.α. Ολόκληρο το φιλμ διαδραματίζεται στους εσωτερικούς χώρους του σχολείου και αποπνέει μία κλειστοφοβική αίσθηση διαρκείας, συνθήκη η οποία αποδίδεται εκφραστικότατα από την γεμάτη έντονους χρωματισμούς, και ενίοτε σκοτεινή όταν απαιτείται, φωτογραφία.

Η αλήθεια είναι ότι ενδεχομένως να εξυπηρετούσε δραματουργικά η ύπαρξη κάποιων στιγμών ηρεμίας εντός του ευρύτερου χάους, ωστόσο ο Noé δεν μας προσφέρει αυτή τη δυνατότητα ανάπαυσης. Επίσης, η υιοθετούμενη προσέγγιση στο ζήτημα των ορίων και των υποβοσκόντων ορμέμφυτων της ανθρώπινης συμπεριφοράς ίσως να είναι σχετικά μονοσήμαντη και, ως εκ τούτου, αναπόφευκτα εγείρεται ένα ζήτημα ευρύτερου ηθικού προσανατολισμού της μυθοπλασίας.

Ας είναι, όμως. Έστω και με τα όποια μειονεκτήματά του (ποιά καλλιτεχνική δημιουργία είναι απόλυτα αψεγάδιαστη;), το «Climax» θα άξιζε να το παρακολουθήσετε μόνο και μόνο για το αριστουργηματικό δεκάλεπτο εισαγωγικό μονοπλάνο, με τη χορευτική σκηνή στην ορχηστρική εκδοχή του «Supernature» των Cerrone. Εν τέλει, πρόκειται για ένα είδος ένοχα απολαυστικού σινεμά, το οποίο εκπέμπει αδρεναλίνη σε κάθε πλάνο, ελκύοντας σαν μαγνήτης τους μύστες που θα αφεθούν ελεύθεροι και απροκατάληπτοι στη θέασή του. Αρκεί να αναλογισθεί κανείς την πλέον εύστοχη φράση σε μία από τις αφίσες προώθησης της ταινίας: «Είναι σαν το Fame σκηνοθετημένο από τον Μαρκήσιο ντε Σαντ, με μια κάμερα χειρός!».

 

 

Twitter icon
Facebook icon
Google icon
StumbleUpon icon